Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η ΕΚΦΡΑΣΗ...




"Αχ..όταν κάτι τελειώνει το τελευταίο που σβήνει, είναι η έκφραση.."

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΤΑΞΙ∆ΕΥΤΗΣ-

Κυριακή, 27 Απριλίου 2014


Νίκος Καζαντζάκης -Ταξιδευτής

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ- ΤΑΞΙ∆ΕΥΤΗΣ-
<<Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες
στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα.>>

Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις - να βλέπεις-
 και να μην χορταίνεις- καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους
 και ιδέες, και να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά,
 να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά,
 κι έπειτα να σφλανάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου
 να τα περάσει
 από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, 
να κατασταλάξει το ξαθέρι απ' όλες τις χαρές και τις πίκρες σου - τούτη η αλχημεία της καρδιάς, είναι, θαρρώ μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή. 
   Το κείμενο είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του
Νίκου Καζαντζάκη στο βιβλίο "Ταξιδεύοντας στην Ισπανία".
.....................
Το ιδανικό μου θα ήταν οχτώ μήνες ταξίδι και τέσσερις μήνες μοναξιά.
.....................
Ένα μονάχα αξίζει: το ταξίδι.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτά τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη 
συνοψίζουν το πάθος του για τα ταξίδια.
Από την πρώτη του νεότητα μέχρι το θάνατό του
 δεν έπαψε να ταξιδεύει στην Ελλάδα, 
στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική.
 Ήταν ένας ακούραστος ταξιδιώτης. Για ποιούς λόγους;
 Τι αναζητούσε ακριβώς μέσα στις πολλαπλές του περιηγήσεις;
 Στο τελευταίο του βιβλίο
Αναφορά στον Γκρέκο,
καταγράφει την πνευματική του αναζήτηση με αυτά τα λόγια:

« Όλα μου τα ταξίδια είχαν γίνει μια μονάχα κόκκινη γραμμή που ξεκίναγε από
τον άνθρωπο για να φτάσει στο Θεό».

Πεταλούδα -Ελεύθερη Ψυχή...


Πεταλούδα -Ελεύθερη Ψυχή


Στην Αρχαία Ελλάδα οι πεταλούδες ονομάζονταν «ψυχές», καθώς πιστευόταν ότι είναι οι ψυχές των νεκρών. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την πεταλούδα «σκώληκα ή καμπή», ενώ τη χρυσαλλίδα, το επόμενο δηλαδή στάδιο στάδιο μεταμόρφωσης από την κάμπια, «νεκύδαλλο», που σημαίνει «περίβλημα νεκρού».
Cupid and Psyche - William-Adolphe
Πασίγνωστος είναι και ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, η οποία απεικονίζονταν με φτερά πεταλούδας, μιας και η πεταλούδα συμβολίζει την ψυχή. 
 
Απεικονίσεις σε αγγεία δείχνουν ένα παιδί (συνήθως) ή νεαρή κοπέλα με φτερά πεταλούδας να βγαίνει από το στόμα του νεκρού. Αυτή, είναι η ψυχή που ελευθερώνεται με την τελευταία πνοή θανάτου της ύλης.

 «Υπάρχει ένας ρομαντικός μύθος
 σχετικά με τις πεταλούδες αλλά δεν ισχύει ότι  ζουν μόλις 24 ώρες» λέει ο κ. Κούτσης κα
 εξηγεί: «Ο μέσος χρόνος ζωής μιας

 πεταλούδας είναι 8-10 ημέρες και αυτό επειδή  είναι σχετικά ευαίσθητη και έχει διάφορους  θηρευτές.  
Αν μπορούσε κανείς να τις
 προστατεύσει από τους κινδύνους που τις  απειλούν, θα μπορούσαν να ζήσουν και 15
 ημέρες.

 Πρέπει δε να ξέρετε ότι υπάρχουν και
 είδη στα οποία το στάδιο της πεταλούδας  διαρκεί για έναν χρόνο. 

Τα είδη αυτά
αδρανοποιούνται κατά τη διάρκεια του θέρους,
 επανεμφανίζονται τον Οκτώβριο με Νοέμβριο,
πέφτουν σε χειμερία νάρκη και εμφανίζονται
εκ νέου την άνοιξη για να ζευγαρώσουν».

ΕΝΑ ΜΥΘΟ -ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ
Ο μύθος  λεει :μια νεαρή πεταλούδα με εύθραυστο σώμα και
ευαίσθητη ψυχή-εκεί που
πετούσε ανάλαφρα κάποιο απόγευμα, είδε ένα αστέρι και το ερωτεύτηκε παράφορα.
Αναστατωμένη γύρισε σπίτι, λαχταρώντας να πει στη μητέρα της ότι είχε ανακαλύψει τι θα πει αγάπη.
 «Ανοησίες!»  ήταν η ψυχρή απάντηση που εισέπραξε,
<<τα αστέρια δεν έγιναν για να
 πετάνε οι  πεταλούδες γύρω τους. >>


Για βρες καλύτερα καμιά κολώνα ή κανένα αμπαζούρ για να  ερωτευτείς,  ήταν η ψυχρή απάντηση.Για κάτι τέτοιο δημιουργηθήκαμε.

 
Απογοητευμένη, η πεταλούδα αγνόησε το σχόλιο της μητέρας της και άφησε τον εαυτό
 της να απολαμβάνει την ανακάλυψη:
«Θαυμάσιο πράγμα να μπορείς να
 ονειρεύεσαι!».

 
Την επόμενη βραδιά το αστέρι βρισκόταν στην
 ίδια θέση και η πεταλούδα αποφάσισε να
 ανέβει ως τον ουρανό, να πετάξει γύρω από
 εκείνο το ακτινοβόλο φως και να εκδηλώσει
 την αγάπη της.


Δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει το
 συνηθισμένο της ύψος, κατάφερε όμως να
 πετάξει μερικά μέτρα πιο ψηλά από το κανονικό της.
 Αποφάσισε ότι με λίγα μέτρα προόδου
 καθημερινά, στο τέλος θα έφτανε στο αστέρι.

 Εφοπλίστηκε λοιπόν με υπομονή και ξεκίνησε
 την προσπάθεια να καλύψει την απόσταση
 που τη χώριζε από την αγάπη της.
Περίμενε  με λαχτάρα να πέσει το σκοτάδι και μόλις
 διέκρινε τις πρώτες ακτίνες του αστεριού
 χτύπησε ανυπόμονα τα φτερά της προς τον
 ουρανό.

Η μητέρα της δε συγκρατούσε το θυμό της. «Είμαι
πολύ απογοητευμένη από την κόρη μου», έλεγε,«όλες οι αδελφές, ξαδέλφες και ανιψιές της
 απέκτησαν ήδη ωραία εγκαύματα στα φτερά τους από τις λάμπες!

 Μόνο η θερμότητα μιας λάμπας μπορεί να θερμάνει την καρδιά μιας πεταλούδας. Θα πρεπε να εγκαταλείψεις αυτά τα άσκοπα όνειρα καινα βρεις μια εφικτή αγάπη».

Θυμωμένη επειδή κανένας δε σεβόταν τα αισθήματά,της, η νεαρή πεταλούδα αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι της, αν και ενδόμυχα παραδεχόταν-όπως γίνεται συνήθως-ότι η μητέρα της είχε δίκιο.

 Για ένα διάστημα προσπάθησε να ξεχάσει το αστέρι και να ερωτευτεί το φως των αμπαζούρ των
πολυτελών σπιτιών, το φωτισμό που τόνιζε τα χρώματα των θαυμάσιω πινάκων, τη φλόγα των
κεριών που ανάβουν στους πιο ωραίους ναούς του κόσμου.

Η καρδιά της όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει το αστέρι. Αφού διαπίστωσε πως η ζωή της χωρίς την
αληθινή αγάπη δεν είχε κανένα νόημα αποφάσισε να ξαναπάρει το δρόμο της προς τον ουρανό.
Κάθε νύχτα προσπαθούσε να πετάει όσο το δυνατόν ψηλότερα.
Τα χαράματα όμως, το σώμα της ήταν παγωμένο και η ψυχή της γεμάτη θλίψη…
Στο μεταξύ,όσο μεγάλωνε, πρόσεχε όλο και περισσότερο  διαδραματίζονταν γύρω της...

Από εκεί ψηλά διέκρινε τις φωτισμένες πόλεις, όπου προφανώς οι ξαδέλφες, αδελφές, ανιψιές της ήδη είχαν βρει την αγάπη.
 Εβλεπε τα χιονισμένα βουνά,τους ωκεανούς με τα πελώρια κύματα, τα σύννεφα που ολοένα άλλαζαν σχήμα.

Η πεταλούδα ερωτεύτηκε τότε ακόμα πιο πολύ το αστέρι της, γιατί την ωθούσε να αγναντεύει έναν
τόσο πλούσιο και ωραίο κόσμο.
Είχε περάσει αρκετός καιρός και μια μέρα αποφάσισε
 να επιστρέψει στο σπίτι…

Τότε έμαθε από τους γείτονες ότι η μητέρα, οι
 αδερφές, οι ξαδέλφες, οι ανιψιές αλλά και όλες οι
 πεταλούδες που είχε γνωρίσει είχαν ήδη πεθάνει
στις λάμπες και στις φλόγες των κεριών και ότι είχαν
 καταστραφεί από την αγάπη που θεωρούσαν
 εύκολη.

 Η πεταλούδα, αν και ποτέ δεν κατάφερε να φτάσειστο αστέρι της, έζησε πολλά χρόνια και κάθε βράδυ ανακάλυπτε κάτι διαφορετικό και ενδιαφέρον, συμπεραίνοντας ότι:
Καμιά φορά οι ανέφικτες αγάπες προσφέρουν πιο πολλές χαρές και απολαύσεις απ΄τις εφικτές…

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ...







        
Με αφορμή τον θάνατο του Βασίλη Ρώτα, στις 30 Μαΐου 1977, ένα από τα "Καραγκιοζικά" του (ελεύθερα διασκευασμένο).
Ο Ρώτας τα έγραψε μετά την Απελευθέρωση, όταν ο «Τρώμεν» με το σχέδιο «Μάσσα» ανοικοδομούσε την Ελλάδα προς όφελος των Πατσάδων.
Άλλοι τότε οι Πατσάδες, άλλοι και οι Δερβεναγάδες.
Αλλά ο Καραγκιόζης πάντα ο ίδιος.
Αβάντι μανέστρο ένα καλαματιανό να χορέψουμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Λοιπόν… Σας κάλεσα εδώ, να σας ομιλήσω δια την ιεράν υποχρέωσιν που έχομεν όλοι να υπερασπίζομεν την πατρίδα μας με κάθε κόστος και να θυσιάζομεν ακόμη και τη ζωή μας δια τη σωτηρία, την προκοπή και το μεγαλείο της.»
«Τι ωραία που τα λες, Πατσά μου, πρωθυπουργός έπρεπε να γίνεις.»

ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ...
*************************************

Ήμουνα, που λέτε, στην παράγκα και με κυνηγούσαν οι κατσαρίδες.

Ναι, καλά ακούτε. Θέριεψαν, πλήθυναν, αγρίεψαν από την πείνα οι κατσαρίδες και αντί να τις κυνηγάμε εμείς… μας κυνηγούν αυτές.

Κάποια στιγμή είχαν πέσει πάνω μου καμιά κατοσταριά και θα με ρίχναν χάμω, οπότε πετάχτηκα έξω να γλιτώσω. Και να που πέφτω πάνω στον τσανακογλείφτη τον Χατζατζάρη.

«Πρόσεχε, βρε», μου λέει αυτός, «θα με σκοτώσεις.»
«Άσε, Χατζατζάρη, αφού τη γλίτωσα και σήμερα… Α, παπα, χειρότερες κι απ’ την εφορία είναι αυτές.»

Παρατηρώ το Χατζατζάρη σημαιοστολισμένο και παρφουμαρισμένο.

«Πού πας εσύ έτσι, ρε Χατζατζάρη; Γίνεται καμιά κηδεία να έρθω κι εγώ να φάω κόλλυβα;»
«Άσε αυτά τα μαύρα, ρε αθεόφοβε.»
«Μαύρη είναι η μοίρα μου, διαολόφοβε… Για λέγε, για πού;»
«Μας κάλεσε ο Πασάς, στο σαράι, να μας μιλήσει.»

«Τι να μας πει ο Πατσάς;»
«Για το καλό μας.»
«Θα φάμε και τίποτα ή μόνο στα λόγια θα μείνουμε πάλι;»
«Ε, όλο και κάτι θα τσιμπήσουμε.»
«Αν είναι να τσιμπήσουμε να έρθω κι εγώ, ρε Χατζατζάρη… Άντε, πάμε.»

Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω.

«Έτσι θα έρθεις;»
«Τι θες; Να του πάω και πεσκέσι;»
«Όχι, βρε, για τα ρούχα σου λέω. Δεν έχεις να φορέσεις κάτι καλύτερο;»
«Περιμένω τις εκπτώσεις, Χατζατζάρη. Άντε, προχώρα τώρα, μην αρχίσουν οι πτώσεις μετεωριτών στο σβέρκο σου.»

Πάμε, που λέτε, και μόλις φτάνουμε έξω από το σαράι βλέπω κόσμο μαζεμένο, τον Πατσά και δίπλα του το μουστακαλή, τον Δερβεναγά.

«Ωχ, ωχ, ωχ», κάνω, γιατί όταν βλέπω το Δερβεναγά με πονάει το κεφάλι μου, προκαταβολικά.

«Τι έπαθες και βογκάς;» με ρωτάει ο Χατζατζάρης.
«Πονάω.»
«Μήπως έφαγες κάτι και σε πείραξε;»

Του ρίχνω μια φάπα για να σταματήσει τα μαύρα.

«Τι βαράς, ρε;»
«Αστεία είναι αυτά που κάνεις, ρε τζαναμπέτη; Αφού ξέρεις ότι εγώ τρώω σαν την απόδοση ΦΠΑ».
«Δηλαδή;»
«Μια φορά το δίμηνο και αν.»
«Καλά, σταμάτα τώρα τις ανοησίες, γιατί ετοιμάζεται να μιλήσει ο Πασάς.»
«Να φύγω εγώ και να κρατήσεις σημειώσεις να μου πεις μετά τι είπε;»
«Βρε κάτσε, τώρα που ήρθες.»
«Κατάλαβα. Τώρα που μπήκα στο χορό θα χορέψω.»

«Αγαπητοί μου συμπολίτες», ξεκινάει να λέει ο Πατσάς και μένα ξεκινάει να με τρώει ο σβέρκος μου. Κακό σημάδι αυτό, προβλέπεται καταιγίδα. «Σας φώναξα εδώ για να σας μιλήσω για το καλό της πατρίδας.»

«Ρε Χατζατζάρη, για το δικό μας καλό είπες ότι ήρθαμε, όχι για το καλό της πατρίδας.»
«Το ίδιο είναι, Καραγκιόζη.»
«Τι το ίδιο, ρε Χατζατζάρη, τι το ίδιο; Όποτε αρχίζει ο Πατσάς να μιλάει για την πατρίδα ξέρω ότι θα φάω ξύλο… Ή θα πληρώσω φόρους… Ή και τα δύο μαζί.»

Αγριεύει τότε ο Δερβεναγάς που μιλούσα και κάνει να μου χιμήξει για να με επαναφέρει στην τάξη.

«Βάι, βάι, βάι, Καραγκιόστραγια, πάλι φασαριάζεις εσύ, σκύλε!»

Ετοιμάζομαι να δεχτώ τις νουθεσίες του, αλλά τον προλαβαίνει ο Πατσάς.

«Βεληγκέκα, μην κακοποιείς τα αδέσποτα.»
«Βάι, βάι, εφέντη μ’, αυτό δεν είναι αδέσποτο, το πονηρό το Καραγκιόστραγια είναι.»
«Άνθρωπος είναι αυτό; Για φερ’τον να τον δω… Άνθρωπος είσαι ‘συ;»
«Έτσι μου λένε, Πατσά μου, αλλά δεν παίρνω κι όρκο.»
«Και πώς κατέντησες… έτσι;»
«Από την καλοπέραση, Πατσά μου. Όλο αστακούς και χαβιάρια, παραμορφώθηκα.»
«Είσαι και χιουμορίστας βλέπω.»
«Δε μου ‘μεινε και τίποτα άλλο.»
«Έλα, λοιπόν, εσύ πιο κοντά.»

«Γιατί;» λέω τρομαγμένος. Όποτε μου λένε να πάω κοντά αρχίζει το ξύλο.

«Έλα να μιλήσουμε για την πατρίδα.»
«Ε, δεν παίρνεις το Χατζατζάρη; Αυτός είναι πιο ομιλητικός. Και πιο βολικός. Σε ό,τι του λες, ναι λέει.»
«Όχι, εσένα θέλω, γιατί είσαι το καλύτερο παράδειγμα.»

Πλησιάζω, τι να κάνω, ενώ ξέρω ότι πρόκειται να φάω περισσότερο ξύλο από ποτέ… Για παραδειγματισμό.

«Λοιπόν», κάνει ο Πατσάς, «θα μιλήσουμε για τις θυσίες που πρέπει να κάνουμε για την πατρίδα.»
«Ωχ, αμάν!»
«Τι έπαθες;»
«Τίποτα… Θυμήθηκα την κακομοίρα τη μάνα μου.»
«Ε, τι; Πατρίδα τη λένε;»
«Όχι. Ελευθερία τη λέγανε, την κηδέψαμε τις προάλλες.»
«Ζωή σε λόγου μας.»
«Ναι, ναι, και στα δικά σας.»

«Λοιπόν… Σας κάλεσα εδώ, να σας ομιλήσω δια την ιεράν υποχρέωσιν που έχομεν όλοι να υπερασπίζομεν την πατρίδα μας με κάθε κόστος και να θυσιάζομεν ακόμη και τη ζωή μας δια τη σωτηρία, την προκοπή και το μεγαλείο της.»
«Τι ωραία που τα λες, Πατσά μου, πρωθυπουργός έπρεπε να γίνεις.»

«Εσύ… Έχεις ιδέα τι είναι η πατρίς;»
«Εγώ δεν έχω;»
«Τι είναι; Εξήγησε μας…»
«Πατρίς είναι…»
«Μπράβο, καλά ξεκίνησες, συνέχισε.»
«Πατρίς είναι…»
«Συνέχισε είπα.»
«… Το ‘ξερα, αλλά το ξέχασα από την πείνα.»
«Κάτσε να σε βοηθήσω.»

«Να κάτσω εδώ κατάχαμα ή θα μπούμε μέσα να τσιμπήσουμε και κάτι;»
«Όχι, σήκω, μην κάθεσαι.»
«Ωραία, αρχίσαμε τα κάτσε-σήκω.»

«Ας υποθέσωμεν πως εγώ έρχομαι να σε πετάξω έξω από το σπίτι που κάθεσαι για να καθήσω εγώ. Τι θα κάμεις;»
«Χι,χι,χι… Να καθήσεις εσύ, ο Πατσάς, στην παράγκα τη δικιά μου;»
«Ναι. Πες μου τι θα κάμεις για να υπερασπιστείς το σπίτι σου.»
«Να ‘ρθεις εσύ να μείνεις στην παράγκα μου;»
«Ακριβώς.»
«Κι εγώ να πάω στο σαράι;»
«Όχι! Εσύ να μείνεις χωρίς σπίτι, στο δρόμο.»
«Και στο δικό μου σπίτι ποιος θα κάθεται;»
«Εγώ.»
«Αμδέ.»
«Έτσι σε θέλω: Αμδέ.»
«Δε θ’ άντεχες ούτε λεπτό στην παράγκα μου, εσύ Πατσά. Θα ‘πεφταν πάνω σου οι κατσαρίδες, οι ψύλλοι και τα ποντίκια και θα ‘φευγες τρέχοντας.»

«Δε με κατάλαβες. Υποθετικά μιλάω.»
«Ναι, ξέρω… Όλο υποθετικά και οθωμανικά μας τη φέρνετε. Στοματικά τίποτα.»

«Υπέθεσε, βρε, ότι έρχεται κάποιος άλλος να σου πάρει το σπίτι.»
«Μα καλά, κι αυτός στραβός είναι; Τόσα σπίτια υπάρχουν, το δικό το ετοιμόρροπο θα έρθει να πάρει;»
«Λοιπόν, περίμενε, γιατί δεν καταλαβαίνεις.»
«Εγώ καταλαβαίνω, καταλαβαίνω…»

«Έστω, λέω έστω, ότι είμαι εγώ στο σαράι μου και στην καλοπέραση μου κι έρχεται ο άλλος, να μου κάνει πόλεμο και να με βγάλει εμένα. Να με αιχμαλωτίσει, να με σκοτώσει και να πάρει την περιουσία μου και τις γυναίκες μου και τη δόξα μου… Ε, δεν πρέπει να αντισταθώ, να πολεμήσω, για να διαφεντέψω το δίκιο μου;»
«Άκου λέει.»
«Ε, αυτό είναι πατρίς.»
«Ποιο;»
«Να, ο τόπος εδώ και όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;»

«Πως, πως…»
«Τι κατάλαβες;»
«Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, οι γυναίκες σου, η δόξα σου, τα λεφτά σου, η καλοπέραση σου…»
«Όχι μόνο η δική μου, βρε ζώο. Και η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.»
«Μαζί είμαστε, χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.»

«Α, εσύ δεν είσαι ηλίθιος, είσαι ανθέλληνας… Βεληγκέκα!»
«Πωγια, προστάζει εφέντη μ’.»
«Πάρ’τον αυτόν τον προδότη και να του μάθεις τι εστί πατρίς.»
«Πωγιά, εφέντη… Γκελ μπουρντά, πεζεβέγκ!»

Κι αρχίζει ο Δερβεναγάς να κοπανάει και με πάει δέρνοντας ως την παράγκα.

Οπότε φωνάζω κι εγώ: «Έμαθα, έμαθα… Πατρίς είναι η φτώχια, το ξύλο και ο Παρθενώνας, ωχ αμάν, μανούλα μου Ελευθερία.»

Τέλος μετά μουσικής και ξύλου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Αυτό το κείμενο είναι ελεύθερη διασκευή από τα «Καραγκιοζικά» του Βασίλη Ρώτα.

Ο Ρώτας τα έγραψε μετά την Απελευθέρωση, όταν ο «Τρώμεν» με το σχέδιο «Μάσσα» ανοικοδομούσε την Ελλάδα προς όφελος των Πατσάδων.

Άλλοι τότε οι Πατσάδες, άλλοι και οι Δερβεναγάδες.
Αλλά ο Καραγκιόζης πάντα ο ίδιος.

Αβάντι μανέστρο ένα καλαματιανό να χορέψουμε.)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Βασίλης Ρώτας Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα 36 χρόνια από το θάνατό του










Ο Βασίλης Ρώτας, γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.

Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.

Η επιθυμία του Βασίλη Ρώτα, παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.

Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων - κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι.

Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.

Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.

Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.

Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.

Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.

Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.

Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».

Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.

Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.

Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.

Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.

Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.

Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.

Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.

Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.

Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942-Μάρτιος 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.

Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.

Τον Μάρτιο του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.

Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.

Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.

Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.

Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.

Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.

Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.

Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.

Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.

Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής.

Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.

«Έφυγε» στις 30 Μάη 1977.

Σαν σήμερα Γλέζος και Σάντας, κατεβάζουν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη






Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Μανώλης Γλέζος (9/9/1922) και ο Λάκης Σάντας (22/2/1922) ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει…
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν.
Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης.
Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.






Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.

Πηγή: sansimera.gr
Το πιο παράδοξο μαντείο της αρχαιότητας βρισκόταν στην Έρκυνα, το θηλυκό ποτάμι της Λιβαδειάς. Οι επισκέπτες πρώτα έπιναν το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν και μετά το νερό της Μνήμης για να θυμηθούν όσα θα ακούσουν στην σπηλιά 24/12/2015 Κατηγορίες: TRAVELING, ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Ετικέτες: Διός, Έρκυνα, θηλυκό, Κρύα, Λιβαδειά, μαντείο, Νύμφη, ποτάμι, προτομή 96959330 Ανάμεσα στα νερά του ποταμού της Λιβαδειάς ξεπροβάλλει σε ένα βράχο η προτομή μιας όμορφης γυναίκας. Είναι η νύμφη Έρκυνα από την οποία πήρε το όνομα του το ποτάμι. Πρόκειται για το άλλο μεγάλο θηλυκό ποτάμι της Ελλάδας μετά τη Νέδα που βρίσκεται στην Ηλεία. Το ποτάμι κοσμεί την περιοχή της Λιβαδειάς από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η ροή του ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού της Έρκυνας με την φίλη της Περσεφόνη. Ενώ έπαιζαν με μια χήνα στο άλσος Τροφωνίου, το πτηνό απομακρύνθηκε και κρύφτηκε μέσα σε μια σπηλιά. Η Περσεφόνη για να τo πιάσει, μετακίνησε την πέτρα που βρισκόταν στην είσοδο και ορμητικό νερό ξεχείλισε. Livadia -potami2Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στην περιοχή Κρύα, νότια της Λιβαδειάς. Εκεί, μέσα από ένα νερόμυλο ξεκινάει την διαδρομή του για την πόλη. Περνάει ανάμεσα από παλιά κτίρια και κάτω από πέτρινα τοξωτά γεφύρια, δημιουργώντας μικρούς καταρράκτες. Μεγάλα πλατάνια και λιθόστρωτα δρομάκια ομορφαίνουν τον περίγυρο του ποταμού. Το κέντρο της πόλης, απ” όπου περνάει η Έρκυνα, αποτελεί σημείο συνάντησης και τόπο αναψυχής για τους κατοίκους. Ο νερόμυλος είναι ενδεικτικός του καταλυτικού ρόλου που έπαιξε το ποτάμι στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Τον 19ο αιώνα τα ορμητικά νερά του ποταμού χρησίμευαν, ώστε να κινούνται οι τροχοί των μύλων και οι μηχανές των εργοστασίων. Livadia potami Μαντείο Τροφωνίου Διός Στην περιοχή που βρίσκονται οι πηγές, λειτουργούσε κατά την αρχαιότητα ένα «παράξενο» μαντείο, το μαντείο του Τροφωνίου Διός. Βρισκόταν κοντά στο άλσος του Τροφωνίου και αναφέρεται από τον Παυσανία και τον Ηρόδοτο. Είχε δημιουργηθεί πριν από το μαντείο των Δελφών και σημαντικές προσωπικότητες το επισκεπτόταν για να πάρουν χρησμό για το μέλλον. Ανάμεσα τους ο Βασιλιάς Κροίσος και ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος. Η ιδιαιτερότητα του μαντείου έγκειται στο γεγονός ότι βρισκόταν μέσα σε σπήλαιο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, και στη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν, όσοι ήθελαν να πάρουν χρησμό. Οι επισκέπτες έπρεπε να πλένονται για μέρες στα νερά του ποταμού Έρκυνα και στη συνέχεια να προσφέρουν θυσίες στους Θεούς. mantio1 Επόμενη στάση ήταν οι πηγές της Μνήμης και της Λήθης, που βρίσκονταν δίπλα από το μαντείο. Ντυμένοι με χιτώνες, έπιναν αρχικά το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν όσα είχαν στο μυαλό τους και μετά το νερό της Μνήμης για να θυμούνται όσα θα ακούσουν μέσα στο μαντείο. Για να πάρουν τον πολυπόθητο χρησμό, έπρεπε να συρθούν ανάσκελα σε μια υπόγεια τρύπα, κρατώντας μελόπιτες για τα ερπετά που θα συναντούσαν. Εκεί παρέμεναν για ώρες, ίσως και ημέρες, πριν επιστρέψουν στα εγκόσμια με την ίδια διαδικασία. Πριν αποχωρήσουν, εκμυστηρεύονταν όσα είδαν και άκουσαν στους ιερείς. Για να συνέλθουν από την απόκοσμη εμπειρία τους και να ευθυμήσουν ξανά, περνούσε πολύ καιρός. Το μαντείο δεν έχει βρεθεί παρά τις προσπάθειες των αρχαιολόγων. Πιθανόν καταστράφηκε την περίοδο της βυζαντινής εποχής και κατά τη διάρκεια των καταλανικών επιδρομών. Λέγεται ότι οι Καταλανοί χρησιμοποίησαν τις πέτρες από τα αρχαία μνημεία για να δημιουργήσουν τείχη. 8ada8b01a991faf3f98f4a7470382ef6_M Κάστρο με θέα το φαράγγι Το πιο καλοδιατηρημένο κάστρο της περιοχής και ένα από τα λίγα σωζόμενα καταλανικά κάστρα της Ελλάδας, βρίσκεται στο βραχώδη λόφο δίπλα στις πηγές του ποταμού. Από τα τείχη του φαίνεται το φαράγγι της Έρκυνας. Η ύπαρξή του χρονολογείται από τα αρχαία χρόνια αλλά πολλοί κατακτητές συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του. Ξεκίνησε να φτιάχνεται από τους Φράγκους τον 13ο αιώνα αλλά τελειοποιήθηκε από τους Καταλανούς, οι οποίοι κυριάρχησαν στη περιοχή μετά τη νίκη τους στη μάχη της Κωπαΐδας. Στην αρχική φωτογραφία απεικονίζεται η Νύμφη Έρκυνα, φτιαγμένη από μια πέτρα του ποταμού. Άνοιξη-καλοκαίρι 2000, Σπύρος Γουργιώτης...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-pio-paradoxo-mantio-tis-archeotitas-vriskotan-stin-erkina-to-thiliko-potami-tis-livadias-i-episkeptes-prota-epinan-to-nero-tis-lithis-gia-na-xechasoun-ke-meta-to-nero-tis-mnimis-gia-na-thimith/
Το πιο παράδοξο μαντείο της αρχαιότητας βρισκόταν στην Έρκυνα, το θηλυκό ποτάμι της Λιβαδειάς. Οι επισκέπτες πρώτα έπιναν το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν και μετά το νερό της Μνήμης για να θυμηθούν όσα θα ακούσουν στην σπηλιά 24/12/2015 Κατηγορίες: TRAVELING, ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Ετικέτες: Διός, Έρκυνα, θηλυκό, Κρύα, Λιβαδειά, μαντείο, Νύμφη, ποτάμι, προτομή 96959330 Ανάμεσα στα νερά του ποταμού της Λιβαδειάς ξεπροβάλλει σε ένα βράχο η προτομή μιας όμορφης γυναίκας. Είναι η νύμφη Έρκυνα από την οποία πήρε το όνομα του το ποτάμι. Πρόκειται για το άλλο μεγάλο θηλυκό ποτάμι της Ελλάδας μετά τη Νέδα που βρίσκεται στην Ηλεία. Το ποτάμι κοσμεί την περιοχή της Λιβαδειάς από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η ροή του ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού της Έρκυνας με την φίλη της Περσεφόνη. Ενώ έπαιζαν με μια χήνα στο άλσος Τροφωνίου, το πτηνό απομακρύνθηκε και κρύφτηκε μέσα σε μια σπηλιά. Η Περσεφόνη για να τo πιάσει, μετακίνησε την πέτρα που βρισκόταν στην είσοδο και ορμητικό νερό ξεχείλισε. Livadia -potami2Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στην περιοχή Κρύα, νότια της Λιβαδειάς. Εκεί, μέσα από ένα νερόμυλο ξεκινάει την διαδρομή του για την πόλη. Περνάει ανάμεσα από παλιά κτίρια και κάτω από πέτρινα τοξωτά γεφύρια, δημιουργώντας μικρούς καταρράκτες. Μεγάλα πλατάνια και λιθόστρωτα δρομάκια ομορφαίνουν τον περίγυρο του ποταμού. Το κέντρο της πόλης, απ” όπου περνάει η Έρκυνα, αποτελεί σημείο συνάντησης και τόπο αναψυχής για τους κατοίκους. Ο νερόμυλος είναι ενδεικτικός του καταλυτικού ρόλου που έπαιξε το ποτάμι στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Τον 19ο αιώνα τα ορμητικά νερά του ποταμού χρησίμευαν, ώστε να κινούνται οι τροχοί των μύλων και οι μηχανές των εργοστασίων. Livadia potami Μαντείο Τροφωνίου Διός Στην περιοχή που βρίσκονται οι πηγές, λειτουργούσε κατά την αρχαιότητα ένα «παράξενο» μαντείο, το μαντείο του Τροφωνίου Διός. Βρισκόταν κοντά στο άλσος του Τροφωνίου και αναφέρεται από τον Παυσανία και τον Ηρόδοτο. Είχε δημιουργηθεί πριν από το μαντείο των Δελφών και σημαντικές προσωπικότητες το επισκεπτόταν για να πάρουν χρησμό για το μέλλον. Ανάμεσα τους ο Βασιλιάς Κροίσος και ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος. Η ιδιαιτερότητα του μαντείου έγκειται στο γεγονός ότι βρισκόταν μέσα σε σπήλαιο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, και στη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν, όσοι ήθελαν να πάρουν χρησμό. Οι επισκέπτες έπρεπε να πλένονται για μέρες στα νερά του ποταμού Έρκυνα και στη συνέχεια να προσφέρουν θυσίες στους Θεούς. mantio1 Επόμενη στάση ήταν οι πηγές της Μνήμης και της Λήθης, που βρίσκονταν δίπλα από το μαντείο. Ντυμένοι με χιτώνες, έπιναν αρχικά το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν όσα είχαν στο μυαλό τους και μετά το νερό της Μνήμης για να θυμούνται όσα θα ακούσουν μέσα στο μαντείο. Για να πάρουν τον πολυπόθητο χρησμό, έπρεπε να συρθούν ανάσκελα σε μια υπόγεια τρύπα, κρατώντας μελόπιτες για τα ερπετά που θα συναντούσαν. Εκεί παρέμεναν για ώρες, ίσως και ημέρες, πριν επιστρέψουν στα εγκόσμια με την ίδια διαδικασία. Πριν αποχωρήσουν, εκμυστηρεύονταν όσα είδαν και άκουσαν στους ιερείς. Για να συνέλθουν από την απόκοσμη εμπειρία τους και να ευθυμήσουν ξανά, περνούσε πολύ καιρός. Το μαντείο δεν έχει βρεθεί παρά τις προσπάθειες των αρχαιολόγων. Πιθανόν καταστράφηκε την περίοδο της βυζαντινής εποχής και κατά τη διάρκεια των καταλανικών επιδρομών. Λέγεται ότι οι Καταλανοί χρησιμοποίησαν τις πέτρες από τα αρχαία μνημεία για να δημιουργήσουν τείχη. 8ada8b01a991faf3f98f4a7470382ef6_M Κάστρο με θέα το φαράγγι Το πιο καλοδιατηρημένο κάστρο της περιοχής και ένα από τα λίγα σωζόμενα καταλανικά κάστρα της Ελλάδας, βρίσκεται στο βραχώδη λόφο δίπλα στις πηγές του ποταμού. Από τα τείχη του φαίνεται το φαράγγι της Έρκυνας. Η ύπαρξή του χρονολογείται από τα αρχαία χρόνια αλλά πολλοί κατακτητές συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του. Ξεκίνησε να φτιάχνεται από τους Φράγκους τον 13ο αιώνα αλλά τελειοποιήθηκε από τους Καταλανούς, οι οποίοι κυριάρχησαν στη περιοχή μετά τη νίκη τους στη μάχη της Κωπαΐδας. Στην αρχική φωτογραφία απεικονίζεται η Νύμφη Έρκυνα, φτιαγμένη από μια πέτρα του ποταμού. Άνοιξη-καλοκαίρι 2000, Σπύρος Γουργιώτης...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-pio-paradoxo-mantio-tis-archeotitas-vriskotan-stin-erkina-to-thiliko-potami-tis-livadias-i-episkeptes-prota-epinan-to-nero-tis-lithis-gia-na-xechasoun-ke-meta-to-nero-tis-mnimis-gia-na-thimith/

ΚΑΛΗΜΕΡΑ...

Να χορεύεις σημαίνει να βγαίνεις από τον εαυτό σου. Πιο μεγάλος, πιο όμορφος, πιο δυναμικός!!!

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

29 Μαϊου 1453: Όταν η Πόλις εάλω....

29 Μαϊου 1453: Όταν «η Πόλις εάλω....»







Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Πόλη, αλωση 1453, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μωάμεθ
Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Πόλη, αλωση 1453, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Μωάμεθ


Καμία άλλη ημερομηνία δεν έχει εντυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του Ελληνισμού όσο η 29 Μαϊου, η «αποφράς ημέρα» οπότε η Κωνσταντινούπολη, η «βασσιλίς των πόλεων» κυριεύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η πολιορκία και η πτώση της Πόλης ήταν το επιστέγασμα μιας ολόκληρης περιόδου συρρίκνωσης οπότε και οι Τούρκοι (Σελτζούκοι και Οθωμανοί) έθεταν υπό την κυριαρχία τους τα εδάφη της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας.
Έτσι τις παραμονές της Άλωσης η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχε μόνο κατ' όνομα. Η επικράτειά της αφορούσε μόνο την περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Το 1451 αναρριχάται στον οθωμανικό θρόνο ο Μωάμεθ ο Β'. Ο νεαρός Σουλτάνος ονειρεύεται να καταλάβει την Βασιλεύουσα προκειμένου να δημιουργήσει μια κραταιά Αυτοκρατορία στη θέση της παλιάς Ρωμαϊκής. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η Πόλη τελούσε ήδη φόρου υποτελής, ο Μωάμεθ αποφασίζει να της δώσει το τελειωτικό χτύπημα.
Το Βυζάντιο σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή εναποθέτει τις ελπίδες του στη Ρώμη η οποία ζητά σαν αντάλλαγμα την ´Ενωση των Εκκλησιών με τους δικούς της όρους. Το 1451 η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας επικύρωσε την πλήρη υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ρωμαιοκαθολική, όμως δεν έγινε ποτέ δεκτή από τους Βυζαντινούς οι οποίοι είχαν χωριστεί σε «Ενωτικούς» και «Ανθενωτικούς». Ο διχασμός ακύρωσε στην πράξη τη συμφωνία. Παραμονές της Άλωσης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν ήταν μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό, αφού ο λαός δεν ξέχασε ποτέ τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, που στην ουσία προκάλεσε και την αρχή του τέλους για την Αυτοκρατορία.
Σε αντίθεση με τους Γενουάτες και τους Βενετσιάνους, οι Οθωμανοί συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί βλέποντας ότι οι χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, κυριαρχούσαν στο εμπόριο και πλήρωναν λιγότερους φόρους θεώρησαν καλύτερη την οθωμανική αντί της λατινικής κυριαρχίας.Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς ο οποίος εκστόμισε και την περίφημη φράση «Καλύτερα να δω στην Πόλη τούρκικο φακιόλι παρά λατινική καλύπτρα».
Στις 7 Απριλίου, μπροστά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο Μωάμεθ στήνει τη σκηνή του, ξεκινώντας ουσιαστικά την πολιορκία της Πόλης. Με στρατό 150.000 ανδρών, ναυτικό 400 πλοίων αλλά και το πιο σύγχρονο πυροβολικό οι Τούρκοι βρέθηκαν απέναντι σε μόλις 7.000 άνδρες, οι 2000 από τους οποίους ήταν μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες.
Τη στιγμή της πολιορκίας η Πόλη είναι σκιά του εαυτού της, έχοντας πληθυσμό μόλις 50.000 κάτοικων που αντιμετώπιζε προβλήματα επισιτισμού.Ο κλοιός γύρω από την Κωνσταντινούπολη κλείνει και τα τείχη της σφυροκοπούνται καθημερινά από τα κανόνια του Μωάμεθ.

Παρά τον ναυτικό αποκλεισμό, ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει στις 20 Απριλίου 1453 να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Η κίνηση αυτή προβλημάτισε τον Σουλτάνο ο οποίος αντιλήφθηκε πως δεν αρκούσαν μόνο οι χερσαίες δυνάμεις για την κατάληψη της Πόλης αλλά έπρεπε με κάποιο τρόπο το ναυτικό να βρεθεί στον Κεράτειο, ο οποίος ήταν φραγμένος από μια τεράστια αλυσίδα.
Με τη βοήθεια ενός Ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, 70 περίπου πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου, ενώ θα εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην Πόλη.
Ο Παλαιολόγος απαντά με αποφασιστικότητα αλλά και αξιοπρέπεια: δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει.
Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν. (Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της-διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας)
Το βράδυ της 28ης Μαϊου τελείται στην Αγία Σοφία η τελευταία Θεία Λειτουργία. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και υπερασπιστές της Πόλης μεταλαμβάνουν και ο αυτοκράτορας εμψυχώνει το λαό.

Κατά την πρώτη πρωϊνή ώρα της Τρίτης 29 Μαίου, εκδηλώνεται τουρκική επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί καταφέρνουν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπαθούν να περάσουν κάτω από τα τείχη.
Παρά την αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών οι Βυζαντινοί τους απωθούν και αποκρούουν με επιτυχία τις δύο επιθέσεις. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Επιτίθεται κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου πολεμά ο Παλαιολόγος. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνης, τραυματίζεται και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή υπήρξε και η ανεπανόρθωτη απώλεια για τους αμυνόμενους.
Τελικώς η Πόλη πέφτει και τα στήφη των Οθωμανών εισέρχονται εντός των τειχών όπου και επιδίδονται σε τριήμερες λεηλασίες. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο επονομαζόμενος πλέον και Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης».
Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος που έμελλε να αλλάξει συνολικά την ανθρώπινη Ιστορία, όχι μόνο την ελληνική. Κι αυτό γιατί με την εγκατάσταση των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο πλήθος λογίων Ελλήνων θα μετοικίσουν στην Δύση, μεταλαμπαδεύοντας έτσι τα κλασσικά και βυζαντινά χειρόγραφα. Επιπλέον, με την οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή κλείνουν οι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι προς την Ανατολή ωθώντας έτσι τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης σε αναζήτηση ναυτικών οδών εγκαινιάζοντας την Εποχή των Μεγάλων Ανακαλύψεων.

Για εμάς, η Άλωση της Πόλης, η πτώση του Βυζαντίου θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως το τέλος μιας εποχής δόξας που θα δώσει τη θέση της στην Τουρκοκρατία για τους επόμενους τέσσερις με πέντε αιώνες. Πιο ουσιαστικά όμως, η Άλωση θα σηματοδοτήσει το πολιτικό τέλος του Ελληνισμού και την αποκοπή του από τα μεγάλα γεγονότα της Αναγέννησης που ακολοθούσαν.
Η λαϊκή παράδοση απέδωσε το γεγονός με τους περίφημος «λαϊκούς θρήνους» και από την πρώτη στιγμή φρόντισε να μυθοποιήσει τόσο το θάνατο του Παλαιολόγου όσο και την ίδια την πτώση της Πόλης. Έτσι, στη λαϊκή μυθολογία αποτυπώθηκε ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά, του μοναχού με τα μισοτηγανισμένα ψάρια αλλά και της Κερκόπορτας, η οποία έμεινε ανοιχτή επιτρέποντας στους Τούρκους να εισέλθουν στην Πόλη.
Αλλόκοτα περιστατικά, επενέργεια των στοιχείων της φύσης, ακόμη και οι ουράνιες δυνάμεις όλα επιστρατεύονται στη λαϊκή αντίληψη προκειμένου να μεταδώσουν το τραγικό γεγονός και μαζί μ' αυτό την ατέρμονα επαναλαμβανόμενη ευχή:
«Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μη πολύ δακρύζεις
Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας είναι»

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!!!

Δεν μου αρκεί να ανασαίνω.
Θέλω να ζήσω.

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ!!!




Πετάει η σκέψη σε κόσμους χαμένους
και φέρνω στο νου μου καιρούς περασμένους...
ΚΑΛΟ ΔΕΙΛΙΝΟ!!!

Σαν σήμερα οι Ελληνίδες αποκτούν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι

Σαν σήμερα οι Ελληνίδες αποκτούν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι
***********************************************************************






Στις 28 Μαΐου 1952 ο νόμος 2159, κατοχυρώνει το δικαίωμα της γυναίκας όχι μόνο να εκλέγει, αλλά και να εκλέγεται στις Δημοτικές και Βουλευτικές εκλογές. Παρόλα αυτά, οι Ελληνίδες δεν μπορούν να ψηφίσουν στις εκλογές του Νοέμβρη που ακολουθεί, αφού δεν έχουν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Στις επαναληπτικές εκλογές, ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, εκλέγεται στη Θεσσαλονίκη πρώτη γυναίκα βουλευτής στην ιστορία της Ελλάδας, η Ελένη Σκούρα.
Το 1844 πραγματοποιείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση και ψηφίζεται το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, το οποίο ορίζει στο άρθρο 3 ότι « οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου», ξεχνώντας παντελώς να αναφέρει τον υπόλοιπο πληθυσμό, ήτοι τις Ελληνίδες, οι οποίες είχαν μάλιστα προσφέρει ουκ ολίγα στον πόλεμο για την ανεξαρτησία από τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘20 θεωρούνταν δεδομένο ότι μόνον οι άνδρες είχαν δικαίωμα να μετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες, ενώ η γυναικεία ψήφος θεωρείτο «πράγμα επικίνδυνον, άρα αποκρουστέον».
Το 1921 ο πρωθυπουργός Γούναρης επαναφέρει στη Βουλή την πρόταση για ψήφο των γυναικών αλλά προκαλούνται βίαιες αντιδράσεις από πολλούς πολέμιους της ιδέας. Η πρόταση επιστρέφει εκ νέου το 1924 και μετά από ακόμα πέντε χρόνια διαμάχης, υπερψηφίζεται και με Προεδρικό Διάταγμα. Στις 5 Φεβρουαρίου 1930, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα (μόνο) του εκλέγειν για τις Ελληνίδες.
Δεν έλειπαν ωστόσο οι περιορισμοί, αφού το δικαίωμα ψήφου ίσχυε μόνο για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και αφορούσε μόνο στις εγγράμματες γυναίκες, που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Έτσι, για πρώτη φορά οι γυναίκες ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. ΟΙ προκαταλήψεις, η μη εγγραφή στους καταλόγους και ο μεγάλος αριθμός αναλφάβητων γυναικών έχει ως αποτέλεσμα να ψηφίσουν μόλις 240 – 480 κυρίες.
Η Ελληνική Βουλή ψηφίζει το νόμο 2159 στις 28 Μαΐου 1952 ο οποίος παραχωρεί ίσα πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες. Ωστόσο δεν ασκείται το δικαίωμα στις προσεχείς εκλογές του Νοεμβρίου αφού δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, σε επαναληπτικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Πρόκειται για την Ελένη Σκούρα, του Ελληνικού Συναγερμού, η οποία μαζί με την Βιργινία Ζάννα, του Κόμματος Φιλελευθέρων, υπήρξαν οι πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.
Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου 1956, οπότε η Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και η Βάσω Θανασέκου της Δημοκρατικής Ένωσης κέρδισαν την είσοδό τους στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Μάλιστα η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα υπουργός, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια χρονιά εξελέγη και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα στην Κέρκυρα. Πρέπει να περάσουν ακόμα δυο δεκαετίες, ώσπου το Σύνταγμα του 1975 να ορίσει επιτέλους ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι».
Η Εφημερίδα Κυριών και η Καλλιρόη Παρρέν Στον αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά πράγματα της χώρας, πρωτοστάτησε το φεμινιστικό κίνημα, με πιο σημαντική φωνή έκφρασης των διεκδικήσεων αυτήν της Καλλιρρόης Παρρέν, το γένος Σιγανού. Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που δημοσιογράφησε και εξέδιδε από το 1887 και για 31 χρόνια την «Εφημερίδα των Κυριών». Η Εφημερίδα των Κυριών διατύπωνε από τον 19ο αι. το θαρραλέο σύνθημα «Ψήφος στη Γυναίκα» παρά τα ειρωνικά, υβριστικά, και απειλητικά σχόλια εναντίον της «αναρχικής» Καλλιρρόης Παρρέν από τον Τύπο της εποχής.