Ο
Γιαννούλης Χαλεπάς αποτελεί μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση στη
νεοελληνική γλυπτική, αφού μια τραγική μοίρα σημάδεψε την καλλιτεχνική
του πορεία.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Πύργος Τήνου, 14 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών.
Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο. Ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σχολείον των Τεχνών και από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνέχισε στην Ακαδημία του Μονάχου, με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε το έργο του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για το οποίο και βραβεύθηκε. Ο Χαλεπάς ήταν μόλις 24 ετών. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Παρά τις συνεχείς διακρίσεις, η διακοπή της υποτροφίας του τον ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο.
Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη -για την ακρίβεια «Μεγάλη Αναπαυομένη (1931)- για τον τάφο της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη -κόρης γνωστής οικογένειας της Κιμώλου, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή χτυπημένη από φυματίωση- στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Αν και είχε ήδη γίνει γνωστός στην εύπορη αθηναϊκή κοινωνία και άρχισε αμέσως να δέχεται παραγγελίες, το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού φαίνεται ότι η διακοπή των σπουδών του και μια ερωτική απογοήτευση στη συνέχεια έπληξαν τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Έτσι, τη χρονιά αυτή, έκλεισε η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής τα θέματά του, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, όπως ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877), ανταποκρίνονται στην κλασικιστική του παιδεία, ενώ με το Κεφάλι Σατύρου (1878) στρέφεται ταυτόχρονα και στη ρεαλιστική απόδοση.
Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια που ακολούθησαν -άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει- οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 ως το 1902 και στη διακοπή της εργασίας του για σαράντα ολόκληρα χρόνια αφού, μετά την έξοδό του από το Ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, ό,τι έπλαθε το κατέστρεφε είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που φαίνεται ότι θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιου της.
Στο ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: Γιατροί και φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Ο θάνατος της μητέρας του το 1916 υπήρξε καθοριστικός, αφού ο Χαλεπάς μπορούσε πλέον απερίσπαστος να αφοσιωθεί στην τέχνη του.
Ωστόσο, ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού.
Σε αυτή τη φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας όμως, τίποτα δεν θυμίζει το παλιό του ύφος. Τώρα εμφανίζει ένα ύφος ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση.
Μήδεια ΙΙΙ, 1933.
Έχοντας
αφήσει πίσω τα διδάγματα της Ακαδημίας, μοιάζει σα να δοκιμάζει τις
δυνάμεις του, αντλώντας από την περίοδο που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι
προτιμούσε: Την «πριν Φειδίου».
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Πύργος Τήνου, 14 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών.
Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά.
Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο. Ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σχολείον των Τεχνών και από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνέχισε στην Ακαδημία του Μονάχου, με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε το έργο του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για το οποίο και βραβεύθηκε. Ο Χαλεπάς ήταν μόλις 24 ετών. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Παρά τις συνεχείς διακρίσεις, η διακοπή της υποτροφίας του τον ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο.
Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη -για την ακρίβεια «Μεγάλη Αναπαυομένη (1931)- για τον τάφο της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη -κόρης γνωστής οικογένειας της Κιμώλου, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή χτυπημένη από φυματίωση- στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Αν και είχε ήδη γίνει γνωστός στην εύπορη αθηναϊκή κοινωνία και άρχισε αμέσως να δέχεται παραγγελίες, το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού φαίνεται ότι η διακοπή των σπουδών του και μια ερωτική απογοήτευση στη συνέχεια έπληξαν τον ευαίσθητο ψυχισμό του. Έτσι, τη χρονιά αυτή, έκλεισε η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής τα θέματά του, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, όπως ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877), ανταποκρίνονται στην κλασικιστική του παιδεία, ενώ με το Κεφάλι Σατύρου (1878) στρέφεται ταυτόχρονα και στη ρεαλιστική απόδοση.
Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια που ακολούθησαν -άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει- οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 ως το 1902 και στη διακοπή της εργασίας του για σαράντα ολόκληρα χρόνια αφού, μετά την έξοδό του από το Ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, ό,τι έπλαθε το κατέστρεφε είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που φαίνεται ότι θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιου της.
Στο ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: Γιατροί και φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Ο θάνατος της μητέρας του το 1916 υπήρξε καθοριστικός, αφού ο Χαλεπάς μπορούσε πλέον απερίσπαστος να αφοσιωθεί στην τέχνη του.
Ωστόσο, ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού.
Σε αυτή τη φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας όμως, τίποτα δεν θυμίζει το παλιό του ύφος. Τώρα εμφανίζει ένα ύφος ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση.
Μήδεια ΙΙΙ, 1933.
Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη, 1933.
Τα έργα εξακολουθούν να διατηρούν τον περίοπτο χαρακτήρα που είχαν και στην πρώτη περίοδο, ενώ διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς, εμπλουτίζουν σε συχνά το κεντρικό θέμα. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή και δουλεύει πολλά θέματα ταυτόχρονα.
Η σκέψη, 1933.
Χωρίς να χρησιμοποιεί σκελετό, γιατί θα περιόριζε την εκφραστική του ελευθερία, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, μεμονωμένες μορφές, γυναικεία γυμνά, αλλά και τα χαρακτηριστικά διμέτωπα έργα, επιλέγοντας πιθανότατα θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925.
Ο θεριστής, 1924-1930.
Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών.
Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών.
Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανιψιάς του, Ειρήνης Χαλεπά, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».
Από τα έργα του κορυφαίου γλύπτη περισώθηκαν περί τα 150.
Υπάρχουν μαρτυρίες για άλλα 30 περίπου, που είτε καταστράφηκαν, είτε αγνοείται η τύχη τους.
Επίσης, σώζεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός σχεδίων του σε μονόφυλλα ή τετράδια. Ένα μεγάλο σύνολο γλυπτών και σχεδίων βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας Β. Χαλεπά, ενώ σημαντικά σύνολα γλυπτών φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στην έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού που παρουσιάζεται στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο, καθώς και σε πολλούς ιδιώτες.
και ο ιδιοφυής γλύπτης
θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί εντατικά. Aγαπημένα θέματα που
επαναλαμβάνει είναι η ''Μήδεια'', ο ''Σάτυρος και ο Έρως'', το
''Παραμύθι της Πεντάμορφης''. Τα επόμενα 8 χρόνια έζησε τη δόξα και
αναγνωρίστηκε ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης. Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το
δεξί του χέρι και λίγο καιρό αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο
Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Πηγή: www.lifo.gr
Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το δεξί του χέρι. Λίγο αργότερα στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938 θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Η ιστορία του
ιδιοφυέστερου Έλληνα γλύπτη
Σαν σήμερα το 1938 πεθαίνει ο Γιαννούλης Χαλεπάς
15.9.2014 | 10:00
Tweet Send Mail SHARES 150
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
Η Κοιμωμένη
Δείτε το slideshow 5 Φωτογραφίες
Η Κοιμωμένη
Από την
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΟΛΟΒΟΥ
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1851 και
διαμορφώθηκε μέσα σε μια οικογένεια φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο
πατέρας και ο θείος του διατηρούσαν εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής με
υποκαταστήματα στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά. Ο πατέρας
του τον ξεχώριζε ως πρωτότοκο από τα πέντε αδέλφια του και τον προόριζε
ως συνεχιστή της επιχείρησης.
Μεγαλώνοντας, θα αγαπήσει το μάρμαρο, όχι σαν το μέσο που θα του
αποφέρει χρήματα, αλλά σαν το υλικό που πάνω του θα λαξέψει τις ζωηρές
εικόνες του μυαλού του. Η ρήξη με τον πατέρα του ήρθε, αλλά ο Γιαννούλης
κατάφερε να πετύχει το στόχο του. Να πάει στο Σχολείον των Τεχνών (την
μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση και
από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, να
συνεχίσει στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο ταλαντούχος νέος εμπνέεται από
την ελληνική μυθολογία και την αρχαιότητα και εκθέτει σπουδαία έργα όπως
το "παραμύθι της Πεντάμορφης" και "Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα".
To παραμύθι της πεντάμορφης
To παραμύθι της πεντάμορφης
Οι διακρίσεις του ήταν συνεχείς, ωστόσο η διακοπή της υποτροφίας του τον
ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα ανοίγοντας το δικό του
εργαστήριο. Σε πολύ λίγες μέρες είχε ήδη δεχθεί παραγγελίες για έργα,
ένα από τα οποία ήταν η Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο
Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκείνη η εποχή ήταν κομβική για τον Γιαννούλη
Χαλεπά, ο οποίος είχε γνωρίσει μια συγχωριανή του στην Τήνο, τη Μαριγώ
Χριστοδούλου και τη ζήτησε σε γάμο από τους γονείς της. Αυτοί αρνήθηκαν
και ο σπουδαίος γλύπτης άρχισε να κλονίζεται ψυχικά. Αρκετοί σήμερα
πιστεύουν ότι αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η αρχή της κατάρρευσης
του.
Η Κοιμωμένη
Η Κοιμωμένη
Το 1878 και ενώ έχει γνωρίσει το φθόνο των Αθηναίων με την Κοιμωμένη, ο
Γιαννούλης Χαλεπάς αρχίζει να δείχνει σημάδια ψυχικής ασθένειας
καταστρέφοντας τα γλυπτά που δημιουργούσε. Για ένα διάστημα και με την
προτροπή της οικογένειάς του, θα βρεθεί στην Ιταλία. Η κατάστασή του
όμως δεν θα βελτιωθεί και θα επιστρέψει στην Τήνο 10 χρόνια μετά. Το
1888 και μετά από αρκετές κρίσεις και απόπειρες αυτοκτονίας ο γλύπτης θα
εγκλισθεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας. Η διάγνωση ήταν άνοια.
Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του λίγο αργότερα τον έβγαλε
από το ψυχιατρείο και ανέλαβε την κηδεμονία του. Θεωρώντας ότι όλα τα
δεινά προήλθαν από την ενασχόλησή του με την τέχνη, έκρυβε τα υλικά ή
κατέστρεφε καθε νέα προσπάθεια που ξεκινούσε ο γιός της. Για τους
συγχωριανούς ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα γίνει ο "τρελός του χωριού".
Καθημερινότητά του πλέον ήταν η βοσκή των ζώων και οι δουλειές στους
αγρούς. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γίνεται μια απόκοσμη μορφή, ένας άνθρωπος
σκιά του εαυτού του, εντελώς αποκομμένος από αυτό που αγαπούσε. Την
γλυπτική.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Η Μήδεια (III)
Η Μήδεια (III)
Με το θάνατο της μητέρας του το 1916, ο γλύπτης αφοσιώνεται και πάλι
στην τέχνη, αλλά τίποτα δεν θυμίζει τα πρώτα του έργα. Το ύφος του
εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει η Εθνική Πινακοθήκη, εμφανίζεται
ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των
συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την
εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση. Έχοντας αφήσει πίσω τα διδάγματα της
Ακαδημίας, μοιάζει σα να δοκιμάζει τις δυνάμεις του, αντλώντας από την
περίοδο που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι προτιμούσε: την «πριν Φειδίου». Οι
μορφές του γίνονται στιβαρές, επιβλητικές, μερικές φορές σχεδόν
ιερατικές, εσωστρεφείς και αποτραβηγμένες σε ένα δικό τους κόσμο, και οι
συνθέσεις αποτελούνται από όγκους συμπαγείς, χωρίς κενά, κατεργασμένους
τόσο, ώστε να τονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας.
Το 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον προτρέπει να εγκατασταθεί στο
σπίτι της και ο ιδιοφυής γλύπτης θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί
εντατικά. Aγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει είναι η ''Μήδεια'', ο
''Σάτυρος και ο Έρως'', το ''Παραμύθι της Πεντάμορφης''. Τα επόμενα 8
χρόνια έζησε τη δόξα και αναγνωρίστηκε ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης.
Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το δεξί του χέρι και λίγο καιρό αργότερα, στις
15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία
του πνοή. Πηγή: www.lifo.gr
Η ιστορία του
ιδιοφυέστερου Έλληνα γλύπτη
Σαν σήμερα το 1938 πεθαίνει ο Γιαννούλης Χαλεπάς
15.9.2014 | 10:00
Tweet Send Mail SHARES 150
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
Η Κοιμωμένη
Δείτε το slideshow 5 Φωτογραφίες
Η Κοιμωμένη
Από την
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΟΛΟΒΟΥ
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου το 1851 και
διαμορφώθηκε μέσα σε μια οικογένεια φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο
πατέρας και ο θείος του διατηρούσαν εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής με
υποκαταστήματα στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά. Ο πατέρας
του τον ξεχώριζε ως πρωτότοκο από τα πέντε αδέλφια του και τον προόριζε
ως συνεχιστή της επιχείρησης.
Μεγαλώνοντας, θα αγαπήσει το μάρμαρο, όχι σαν το μέσο που θα του
αποφέρει χρήματα, αλλά σαν το υλικό που πάνω του θα λαξέψει τις ζωηρές
εικόνες του μυαλού του. Η ρήξη με τον πατέρα του ήρθε, αλλά ο Γιαννούλης
κατάφερε να πετύχει το στόχο του. Να πάει στο Σχολείον των Τεχνών (την
μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση και
από το 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, να
συνεχίσει στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο ταλαντούχος νέος εμπνέεται από
την ελληνική μυθολογία και την αρχαιότητα και εκθέτει σπουδαία έργα όπως
το "παραμύθι της Πεντάμορφης" και "Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα".
To παραμύθι της πεντάμορφης
To παραμύθι της πεντάμορφης
Οι διακρίσεις του ήταν συνεχείς, ωστόσο η διακοπή της υποτροφίας του τον
ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα ανοίγοντας το δικό του
εργαστήριο. Σε πολύ λίγες μέρες είχε ήδη δεχθεί παραγγελίες για έργα,
ένα από τα οποία ήταν η Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο
Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκείνη η εποχή ήταν κομβική για τον Γιαννούλη
Χαλεπά, ο οποίος είχε γνωρίσει μια συγχωριανή του στην Τήνο, τη Μαριγώ
Χριστοδούλου και τη ζήτησε σε γάμο από τους γονείς της. Αυτοί αρνήθηκαν
και ο σπουδαίος γλύπτης άρχισε να κλονίζεται ψυχικά. Αρκετοί σήμερα
πιστεύουν ότι αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η αρχή της κατάρρευσης
του.
Η Κοιμωμένη
Η Κοιμωμένη
Το 1878 και ενώ έχει γνωρίσει το φθόνο των Αθηναίων με την Κοιμωμένη, ο
Γιαννούλης Χαλεπάς αρχίζει να δείχνει σημάδια ψυχικής ασθένειας
καταστρέφοντας τα γλυπτά που δημιουργούσε. Για ένα διάστημα και με την
προτροπή της οικογένειάς του, θα βρεθεί στην Ιταλία. Η κατάστασή του
όμως δεν θα βελτιωθεί και θα επιστρέψει στην Τήνο 10 χρόνια μετά. Το
1888 και μετά από αρκετές κρίσεις και απόπειρες αυτοκτονίας ο γλύπτης θα
εγκλισθεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας. Η διάγνωση ήταν άνοια.
Το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του λίγο αργότερα τον έβγαλε
από το ψυχιατρείο και ανέλαβε την κηδεμονία του. Θεωρώντας ότι όλα τα
δεινά προήλθαν από την ενασχόλησή του με την τέχνη, έκρυβε τα υλικά ή
κατέστρεφε καθε νέα προσπάθεια που ξεκινούσε ο γιός της. Για τους
συγχωριανούς ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα γίνει ο "τρελός του χωριού".
Καθημερινότητά του πλέον ήταν η βοσκή των ζώων και οι δουλειές στους
αγρούς. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γίνεται μια απόκοσμη μορφή, ένας άνθρωπος
σκιά του εαυτού του, εντελώς αποκομμένος από αυτό που αγαπούσε. Την
γλυπτική.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς
Η Μήδεια (III)
Η Μήδεια (III)
Με το θάνατο της μητέρας του το 1916, ο γλύπτης αφοσιώνεται και πάλι
στην τέχνη, αλλά τίποτα δεν θυμίζει τα πρώτα του έργα. Το ύφος του
εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει η Εθνική Πινακοθήκη, εμφανίζεται
ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των
συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την
εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση. Έχοντας αφήσει πίσω τα διδάγματα της
Ακαδημίας, μοιάζει σα να δοκιμάζει τις δυνάμεις του, αντλώντας από την
περίοδο που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι προτιμούσε: την «πριν Φειδίου». Οι
μορφές του γίνονται στιβαρές, επιβλητικές, μερικές φορές σχεδόν
ιερατικές, εσωστρεφείς και αποτραβηγμένες σε ένα δικό τους κόσμο, και οι
συνθέσεις αποτελούνται από όγκους συμπαγείς, χωρίς κενά, κατεργασμένους
τόσο, ώστε να τονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας.
Το 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον προτρέπει να εγκατασταθεί στο
σπίτι της και ο ιδιοφυής γλύπτης θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί
εντατικά. Aγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει είναι η ''Μήδεια'', ο
''Σάτυρος και ο Έρως'', το ''Παραμύθι της Πεντάμορφης''. Τα επόμενα 8
χρόνια έζησε τη δόξα και αναγνωρίστηκε ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης.
Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το δεξί του χέρι και λίγο καιρό αργότερα, στις
15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία
του πνοή. Πηγή: www.lifo.gr