Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016



Ο άνθρωπος που δεν έχει φαντασία δεν έχει και φτερά να πετάξει
Cassius Clay.
 ΚΑΛΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΜΕ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΟΠΩΛΗΣ

ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΜΕ ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΟΠΩΛΗΣ
ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΙΝΔΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΜΕ ΔΥΝΑΤΟ ΝΟΗΝΑ....
ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΜΕΣΑ Σ'ΑΥΤΟ......






Υπάρχει μια παλιά Ινδική ιστορία για μια φτωχή γυναίκα που πουλούσε ψάρια και το πώς αυτή έπαθε ασφυξία από τη μυρωδιά κάποιων γιασεμιών. Η ιστορία πάει κάπως έτσι.
Μια μέρα έβρεχε πολύ και η γυναίκα αυτή με το καλάθι της που είχε ψάρια, βρήκε καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο, μπροστά από το σπίτι ενός μεγάλου έμπορου λουλουδιών. Η καταιγίδα ήταν πολύ δυνατή και καθώς άρχισε να σκοτεινιάζει, ο ανθοπώλης συμφώνησε να την φιλοξενήσει στην αποθήκη που είχε στην αυλή για περάσει τη νύχτα.
Κοιμήθηκε στο έδαφος, όπως συνηθίζεται στην Ινδία. Όσο κοιμόταν είχε αφήσει το καλάθι με τα ψάρια στο πλευρό της. Στη μέση της νύχτας, οι ανθοπώλες άρχισαν να στοιβάζουν φρέσκα γιασεμιά μέσα στην αποθήκη.
Όταν δεν είχαν άλλο χώρο να στοιβάξουν τα λουλούδια, κάποιος μετακίνησε το καλάθι με τα ψάρια από δίπλα της και το έβαλε στην γωνία του δωματίου. Η ώρα περνούσε και η έντονη μυρωδιά από τα φρέσκα γιασεμιά πλημμύρισε το δωμάτιο.
Η γυναίκα ξύπνησε από τον ύπνο της αναζητώντας το καλάθι με τα ψάρια και νιώθοντας ένα αίσθημα δυσφορίας. Μισοζαλισμένη πήγε κοντά στο καλάθι της και κοιμήθηκε εκεί.
Το πρωί ξύπνησε και πήρε το δρόμο της.
Η ιστορία τελειώνει εκεί. Όμως, το άρθρο μας τώρα αρχίζει. Τι συνέβη; Γιατί ένιωσε άβολα όταν κοιμόταν;
Η απάντηση είναι προφανής. Ήταν συνηθισμένη να κοιμάται κάθε βράδυ με τη φρικτή μυρωδιά των ψόφιων ψαριών. Όταν αυτή η μυρωδιά έφυγε και το ευωδιαστό άρωμα των φρέσκων γιασεμιών εισχώρησε στους οσφρητικούς τις αδένες, το σώμα αντέδρασε και ξύπνησε.
Όλοι μας κρατάμε διαφορετικά καλάθια με ψάρια κοντά στο στήθος μας. Ο καθένας ξέρει ότι πολύ λίγα πράγματα μυρίζουν χειρότερα από τα ψόφια ψάρια και επίσης γνωρίζουμε πόσο υπέροχα μυρίζει το γιασεμί. Κι εξακολουθούμε να μη θέλουμε να απαλλαγούμε από τα καλάθια με ψάρια μας και να απολαύσουμε το φρέσκο άρωμα των γιασεμιών.
Γιατί;
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ...
Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τις παλιές συνήθειες και τάσεις με κανέναν τρόπο. Μπορεί να υποφέρουμε μια ατέλειωτη δυστυχία εξαιτίας τους αλλά δεν λέμε να κάνουμε την αλλαγή. Απλά δεν θέλουμε να απαλλαγούμε από τις κακές μας συνήθειες και να αλλάξουμε τρόπο ζωής.
Στον κόσμο της τεχνολογίας, διαπιστώνουμε ότι νέες ιδέες απορρίπτονται συνεχώς. Στην επιστημονική κοινότητα, οι νέες ιδέες απορρίπτονται πάντα σαν δηλητηριασμένες. Μοιάζει σαν με κάποιο τρόπο ο ανθρώπινος εγκέφαλος να απορρίπτει τις φρέσκιες ιδέες.
Κανείς δεν θέλει να ξεβολευτεί. Αυτό το ξέρουμε καλά. Δεν μας πειράζει να γυρίζουμε ξανά και ξανά σε φαύλους κύκλους εφ’ όσον είμαστε σε οικείο έδαφος, αλλά δεν θέλουμε να ρισκάρουμε δοκιμάζοντας μια τεχνολογική καινοτομία ή νέους τρόπους να κάνουμε πράγματα.
Τα μυαλά μας δεν δέχονται νέους τρόπους σκέψης. Όταν Andrew Viterbi επινόησε την κωδικοποίηση Viterbi για την τεχνολογία CDMA (των κινητών τηλεφώνων) όλοι διαμαρτυρήθηκαν. Τι; Σήματα που μεταφέρουν ήχους; Δεν υπάρχει περίπτωση.
Όταν ένας νεόπλουτος έρχεται και κάνει κάτι που ταρακουνά τις μεγάλες εταιρίες, αγνοείται και γελοιοποιείται. Οι μεγάλες εταιρείες είναι σαν ελέφαντες. Με την πάροδο του χρόνου αυξάνεται η αδράνειά τους. Έχουν καλάθια με ψάρια που δεν μπορούν να ξεφορτωθούν.
Ευτυχώς στις μέρες μας κάθε καινοτομία προέρχεται από νεοσύστατες και μικρές επιχειρήσεις. Και αυτό συμβαίνει κυρίως στην ελεύθερη αγορά. Στο παζάρι και όχι σε μεγάλες εταιρείες με παχυλούς μισθούς.
Είναι πάντα οι άνθρωποι που αμφισβητούν τις συμβάσεις και σκέφτονται διαφορετικά, οι τολμηροί αυτοί με το επιχειρηματικό ένστικτο τα γερά νεύρα και τις μεγάλες αντοχές που πάνε μπροστά βρίσκοντας νέους τρόπους να λύνουν παλιά προβλήματα.
Έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιας ριζοσπαστικής τεχνολογίας που επαναπροσδιορίζουν τα σύνορα του Internet. Αναμφίβολα θα ωφεληθούμε πάρα πολύ από τέτοιες τολμηρές ψυχές, όμως πόσοι από μας είμαστε ένοχοι για το φαινόμενο του “καλαθιού με τα ψάρια”;
Δεν είναι αλήθεια ότι ακολουθούμε συχνά τον γνωστό δρόμο; Πόσες φορές βγάζουμε τα συμπεράσματά μας από το τι λέγεται αντί να κοιτάξουμε πρώτα το ποιος το λέει?
Δεν λέω ότι δεν πρέπει ποτέ να αμφισβητούμε τις νέες ιδέες. Φυσικά και πρέπει, αν χρησιμοποιούμε καθιερωμένη τεχνολογία και κάτι νέο προκύψει, θα πρέπει να βάζουμε τη νέα πρόταση κάτω από το μικροσκόπιο για μια ενδελεχή ανάλυση. Η άμεση και χωρίς αμφισβήτηση αποδοχή, δεν είναι σημάδι ενός υγιούς επιστημονικού μυαλού.
Την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε να απορρίψουμε κάτι μόνο και μόνο επειδή είναι καινούριο. Απλώς και μόνο επειδή ξεβολεύει το μυαλό μας. Προσωπικά έχω διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που καινοτομούν αρκετά, τείνουν να σέβονται και τους άλλους καινοτόμους και ανταποκρίνονται πολύ γρήγορα στην αφομοίωση νέων ιδεών. Οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να βάζουν το μυαλό τους σε νέα κανάλια σκέψης, δεν έχουν κανένα πρόβλημα στην αξιολόγηση νέων ιδεών.
Ενώ τα μυαλά εκείνα που ακολουθούν πιστά τη φόρμα και τα πρότυπα των παλαιών ιδεών και συμβάσεων, θα χλευάσουν και θα απορρίψουν την καινοτομία.
Συνέβη σαν σήμερα...
μία ιστορία.......Στις 6 Σεπτέμβρη 1966, ο Δημήτρης Τσαφέντας εκτελεί τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής Έντρικ Φερβούρτ μέσα στη βουλή του απαρτχάϊντ....





.
Σαν σήμερα, πεθαίνει το 1999 ο Dimitri Tsafendas, o δολοφόνος του Πρωθυπουργού του Απαρτχάιντ Dr. Hendrik Verwoerd. 7.10.2013 | 



"Να σκοτώσεις μέσα στην Βουλή της Νότιας Αφρικής με τέσσερις μαχαιριές τον πρωθυπουργό - οραματιστή του απαρτχάιντ Εντρικ Φερβούρτ και, όταν πεθάνεις, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, να μη βάλουν στον τάφο σου ούτε καν μια πλάκα με τ' όνομά σου, μόνο μία πέτρα ανάμεσα σε δύο «κανονικούς» τάφους για να δηλώνει ότι κι εκεί υπάρχει θαμμένος κάποιος, υπερβαίνει και τον σουρεαλισμό, και την έννοια της αχαριστίας. 








Αλλά μάλλον θα έκανε τον εκτελεστή του ρατσιστή πρωθυπουργού να χαμογελάσει ειρωνικά. Τριάντα περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία, ασπρομάλλης πια ο Δημήτρης Τσαφέντας, αυτός είναι ο μετέπειτα νεκρός κάτω απ' την πέτρα, φοράει τη ριγέ ρόμπα των τροφίμων στα ψυχιατρεία της Νότιας Αφρικής, φοράει καμπόικο πράσινο καπέλο, κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, είναι ροδομάγουλος και καλοξυρισμένος, μιλάει άνετα, δείχνει χαρούμενος και με αυτοπεποίθηση και λέει έχοντας σταυρωμένα τα χέρια: «(Ο Φερβούρτ) ήταν ένας ανήθικος άνθρωπος και αποφάσισα να τον μαχαιρώσω. Και τον σκότωσα». Στα τελευταία λόγια ξεσταυρώνει τα χέρια και αναπαριστά τη μαχαιριά που έδωσε στο στήθος του Φερβούρτ, που καθόταν στην πρωθυπουργική καρέκλα. Ηταν 6 Σεπτεμβρίου 1966, ο «έγχρωμος» Μίμης Τσαφέντας, γεννημένος το 1918 στη Μοζαμβίκη από τον Μανώλη Τσαφεντάκη και τη Μοζαμβικιανή Αμίλια Βίλιανς, εργαζόταν στη Βουλή ως κλητήρας και είχε εύκολη πρόσβαση. Ηταν η κατάληξη μιας οδύσσειας που άρχισε από τη γέννησή του. Ο πατέρας δεν παντρεύτηκε την υπηρέτρια-μάνα του, αλλά αναγνώρισε τον γιο και τον έστειλε στη γιαγιά, στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε τα καλύτερά του χρόνια, ωσότου η γιαγιά, που του μάθαινε κρητικά τραγούδια, δεν μπορούσε να τον φροντίζει και τον έστειλε πίσω. 
Εν τω μεταξύ η μάνα του είχε χαθεί, ο πατέρας είχε παντρευτεί Ελληνίδα, κι είχε έναν γιο και μία κόρη. Οι δυσκολίες άρχισαν νωρίς για τον μικρό Μίμη και πολλαπλασιάστηκαν όταν οι γονείς του μετακόμισαν στην Νότια Αφρική, όπου κάθε μιγάς είναι μέχρι σήμερα ανεπιθύμητος από άσπρους και μαύρους. Ο ψηλός, ευφραδής, παράξενος και ευφυής Δημήτρης Τσαφέντας το κατάλαβε γρήγορα, έγινε ακόμα πιο παράξενος και βρήκε αντίδοτο τα ταξίδια. Ναυτικός. Μίλαγε οχτώ γλώσσες, περιπλανήθηκε μία εικοσαετία σ' όλο τον κόσμο, νοσηλεύθηκε σε νοσοκομεία ή ψυχιατρεία διάφορων χωρών, ήρθε και στην Ελλάδα αλλά δεν ρίζωσε, επέστρεψε στη Νότια Αφρική, όπου τον κήρυξαν ανεπιθύμητο οχτώ φορές, αλλά πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει παράνομα, δούλευε όπου μπορούσε, ήταν κομμουνιστής και χριστιανός, αν κι έλεγε πως δεν ήθελε να τον θάψουν ως έλληνα ορθόδοξο, τον κατέδιδαν στην αστυνομία που τον θεωρούσε τρελό, τον απέλαυναν (όπως σε Ευρώπη και Αμερική), ξανάμπαινε, σχετίστηκε σοβαρά με μια Νοτιοαφρικανή, ζήτησε να διαγραφεί από τα μητρώα ως μιγάς και να καταγραφεί ως μαύρος: «Η σημαία μας να είναι ένα μπλε λιβάδι με ουράνιο τόξο». Τότε προσελήφθη ως κλητήρας στη Βουλή και οργάνωσε το μοναχικό του σχέδιο. Αγόρασε πιστόλι από ναυτικούς ενός ελληνικού πλοίου. Το πιστόλι ήταν ψεύτικο και αγόρασε μαχαίρι. Πήγε για δουλειά στη Βουλή, πλησίασε τον ολλανδικής καταγωγής πρωθυπουργό Φερβούρτ, και του έριξε τέσσερις μαχαιριές. Συνελήφθη, αλλά δεν δικάστηκε ποτέ. Ελεγε πως μια ταινία στο στομάχι του του είπε να μαχαιρώσει τον Φερβούρτ κι ο δικαστής δήλωσε πως δεν μπορεί να τον ανακρίνει γιατί δεν μπορεί να ανακρίνει ένα σκυλί. Το σκυλί το μάζεψε ο μπόγιας και το μάντρωσε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Πρετόρια. Ουρούσαν κι έφτυναν μέσα στο φαγητό του, τον βασάνιζαν, αλλά ο Τσαφέντας άντεξε, συχνά τραγούδαγε τα κρητικά τραγούδια της παιδικής του ηλικίας, ενώ βρήκε για λίγο συντροφιά στον έλληνα αντιρατσιστή Αλέξη Μομπούρη, που σύντομα δραπέτευσε με περιπετειώδη τρόπο. Η ιδιορρυθμία, η ενδεχόμενη «παραφροσύνη», το χρώμα του, συνετέλεσαν ώστε η πράξη του να μη μνημονεύεται, ακόμα και μετά το τέλος του απαρτχάιντ. Τότε μεταφέρθηκε σε ψυχιατρείο εις ένδειξη υποτυπώδους αναγνώρισης που έλαβε όμως υπόψη ότι ο Τσαφέντας δεν ανήκε πουθενά. Ούτε στους λευκούς ούτε στους μαύρους. Αφού μπορούσε να αποφύγει τα δεινά του ρατσισμού, γιατί σκότωσε; Κανείς δεν τόνισε ποτέ τον ρόλο που, εξ αντικειμένου, έπαιξε η δολοφονία του Φερβούρτ. Πληρώνοντας την αυτονομία του και την έλλειψη σαφούς πολιτικού λόγου, ο Τσαφέντας αντιμετωπίστηκε ως παρείσακτος, σαν να τους έκλεβε τη δόξα της κατάργησης του ρατσισμού. ―Οσα δεν έκανε η απελευθερωθείσα Νότια Αφρική έκαναν όσοι έμαθαν ή θυμόντουσαν τον παράξενο Ελληνα από μαύρη μάνα που μαχαίρωσε το απαρτχάιντ κι έλιωνε στη φυλακή και στο ψυχιατρείο, ξεχασμένος κι από αυτούς που του όφειλαν ξεροκόμματα, έστω, ηθικής ανταμοιβής. Πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1999. Δεν υπήρξε καμία επίσημη εκπροσώπηση στην κηδεία. Η ζωή του έγινε βιβλίο («Αναπαράσταση μιας δολοφονίας», Ενκ βαν Βούρντεν, εκδ. «Κέδρος»), ντοκιμαντέρ (Μανώλη Δημελλά: Live and let live, Οδοιπορικό στην ταραχώδη ζωή του Δημήτρη Τσαφέντα), θεατρικό έργο (Αντονι Σερ: «Δελτίο Ταυτότητας») κ.ά. Τα μαύρα σκυλιά γαβγίζουν απ' τον τάφο τους τους επιλήσμονες". (Ο άνθρωπος που δολοφόνησε το απαρτχάιντ, άρθρο του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη στην Ελευθεροτυπία -11-07-2010). Dimitri Tsafendas. Dr. Hendrik Verwoerd. The Furiosus, μία ταινία για τον Δημήτρη Τσαφέντα από την Liza Key (A Key Films Production, BBC/SABC 1998). Dr. Hendrik Verwoerd. Επίσημο πορτρέτο. Ο Hendrik Verwoerd υποδέχεται τον συντηρητικό Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Harold Macmillan (Illustrated Dictionary of South African History, 1960). Η αίθουσα του Κοινοβουλίου στο Cape Town, όπου διαπράχθηκε η δολοφονία του νοτιοαφρικανού Πρωθυπουργού. Η κηδεία του Hendrik Verwoerd. Η Κεντρική Φυλακή της Pretoria. Πριν αποφασιστεί ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική κλινική, το κελί του Δημήτρη Τσαφέντα ήταν στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Ο Τσαφέντας στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Sterkfontein, όπου νοσηλεύτηκε από το 1986 μέχρι το τέλος της ζωής του ως "σχιζοφρενής". Δεξιά, ο ανώνυμος τάφος του. Live And Let Live - Δημήτρης Τσαφέντας : ένα οδοιπορικό στην πολυτάραχη ζωή του, ένα ντοκιμαντέρ του Μανώλη Δημελλά. Το ακόλουθο κείμενο του Μανώλη Δημελλά δημοσιεύτηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού 24 Γράμματα. "Όταν ο φίλος Νίκος Κλειτσίκας μου έδινε το βιβλίο του, «Η μνήμη δεν αρχειοθετείται», με θέμα τους έλληνες φοιτητές στην Ιταλία κατά το 1970 και την εκεί κρυφή αντιδικτατορική τους δράση, δεν αντιλήφθηκα το μεγαλείο του τίτλου του. Ο φίλος αυτός είναι αυτό που λέμε, σε μικρούς τόπους, καρδιακός. Άνθρωπος με φιλότιμο που δεν στέκεται στη δικιά του γωνιά σε κλειστούς προσωπικούς στόχους μα και σε μονομανίες τις οποίες κατοχυρώνει μέσα από τα σώματα μα και τις ψυχές των γύρων του. Ο Νίκος λοιπόν ήταν και η αφορμή για το ταξίδι μου στην Νότια Αφρική. Για μια γιορτή του απόδημου Ελληνισμού. Το περίφημο σχολείο Σαχέτιντυμένο με την γαλανόλευκη, και η μοιραία ανάγκη να προβληθεί και στη Ελλάδα ένας κόσμος που δεν ζει με το όνειρο της επιστροφής, όχι τόσο στο χώρο μα κυρίως στον χρόνο. Ουσιαστικά ο μετανάστης ψάχνει την ρωγμή του παρόντος για να γλιστρήσει στο παρελθόν, ειδικά σε εκείνα τα χρόνια του που έγραψε στο λευκό χάρτη του μυαλού τους κανόνες της μετέπειτα διαδρομής του. Ήρθε λοιπόν η πρόταση για ένα νέο ταξίδι, ήρθε μια στιγμή ακόμη που σαν τυχοδιώκτης θα σταματήσω τον χρόνο, αφουγκράζοντας τον ήχο του σήμερα. Κουρασμένος από τις επαγγελματικές αποστολές, αλλά κυρίως μην βλέποντας την ιστορία που θα μπορούσε να μου προσφέρει, να δώσει ένα ντοκιμαντέρ με δυνατά, ουσιαστικά μηνύματα στην αρχή αρνήθηκα. Άλλωστε τη μπορεί να είναι μια ταινία τεκμηρίωσης αν δεν είναι ο πολιτικός λόγος. Όσο μου πρότειναν, λοιπόν, σαφάρι και κυνηγητά αγρίων ζώων, τόσο έβλεπα την εννιάωρη πτήση για Γιοχάνεσπουγκ σαν μια βαρετή τουριστική ανοησία. Λένε πως οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές μα και οι ψαράδες μετά το κυνηγητό στο πέλαγος, είναι οι πιο μεγάλοι ψεύτες. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κάρπαθο και κοντά έξι χρόνια μακριά από την αρχή της ιστορίας χάνω, μου λείπει, το ξεκίνημα από την γνωριμία μου με τον Μίμη Τσαφέντα… …Μόλις έχω βγει από την θάλασσα, με το όπλο μου να έχει καταφέρει να επιβεβαιώσει την αντρική μου φύση. Το ανοιχτό πέλαγος μπροστά μου λικνίζεται σε αραβικά βλαχομπαρόκ τραγούδια. Μόνον αυτά πιάνουν τα ερτζιανά εδώ στο νότο. Ο μικρός τόπος μου αγωνίζεται να σταθεί περιμένοντας ξεπεσμένους ή ψαγμένους, στην ουσία κανείς δεν το ζορίζει πολύ, τουρίστες. Η σκιά μου δεν είναι δυνατή, ο απογεματινός ήλιος του Απρίλη δεν έχει τα κότσια να με πνίξει στο φως. Αν πίστευα σε θεούς θα έλεγα πως είναι δαίμονας. Βρήκε έναν τρόπο και γλίστρησε στα στενά, του έτσι κι αλλιώς αδιόρθωτου μυαλού μου. Σφηνώθηκε. Ο Τσαφέντας άγγιξε τους σκοτεινούς μου φόβους. Έτσι ξεκινά το ψάξιμο, μια προφιλμική καταγραφή μέσα στο δύσβατο της σιωπής. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του δεν άφησε τη λήθη να σκεπάσει τις μνήμες των συνανθρώπων μας που τον γνώρισαν. Όμως μια ιδιότυπη ομερτά. Ένας απροσδιόριστος φόβος για το μεγαλείο της διαφορετικότητας έντυναν κάθε φορά σκέψεις, και έκαναν τα λόγια μισακά. Δυο μήνες πριν το ταξίδι με ένα βιβλίο στο χέρι, λιγοστές αράδες σε σκόρπια μπλόκ ιχνογραφίας, και με έναν τρελό να κυριεύει το μυαλό μου, γνωρίζω την προσωπικότητα που ορθώθηκε απέναντι στην πιο ισχυρή στιγμή του απαρτχάιντ. Ο κολοράτος δολοφόνος του καλού, μορφωμένου και φυσικά λευκού, πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής, Φερβούντ, έδειχνε το δρόμο. Ο μικρός Μίμης έρχεται στο κόσμο στο Μαπούτο της Μοζαμβίκης, η μάνα του μια μαύρη περνά τα βράδια της με τον Μιχάλη Τσαφαντάκη. Ιδρωμένα κορμιά στην αποθήκη με τα αλεύρια ενός φούρνου στο μεγάλο λιμάνι της Μοζαμβίκης. Το λευκό και το μαύρο έδωσαν ρεσιτάλ ζωής. Ερωτεύονται, είναι λευκός, εργατικός, καλοσυνάτος μα πάνω από όλα φλογερός έλληνας. Την ποθεί. Αν γνωρίσεις το κορμί μιας μαύρης ή το αγαπάς και το λατρεύεις ή δεν αναγνωρίζεις καμιά πρόκληση, δεν σε ξεσηκώνει. Άλλοτε πάλι, σε καταδικάζει σε αιώνια πάθη. Μα εκείνα τα χρόνια οι μετανάστες, ρίζωναν στους τόπους, έτσι κι ο Μιχάλης, ο πατέρας του τραγικού και συνάμα φωτισμένου φονιά, με την ευγενική του καταγωγή. Ήταν μεγαλωμένος στην Αλέξάνδρεια της Αιγύπτου δεν αρνείται την σχέση του. Υπάρχει με μια μαύρη, την αναγνωρίζει, οχι σαν γυναίκα το σπουδαίο είναι πως τη βλέπει σαν άνθρωπο. Την χαϊδεύει, την αγγίζει, τη φιλά πριν την ερωτική πράξη. Η μοίρα ξεκινά να πλέκει την ιστορία από πολύ νωρίς, η Αμιλία Έβανς, η μάνα του Μίμη πεθαίνει με το πρώτο δικό του κλάμα. Το πόσο και ποιός έκλαψε για αυτήν πέρα του παιδιού της που την αναζητούσε μια ζωή ποτέ δεν θα μάθουμε. Άλλωστε όταν γίνουμε σέπια φωτογραφίες δύσκολα θα αναγνωρίζουν εάν το πέρασμα μας ήταν πραγματικό ή μια ιστορία βγαλμένη στα καπάκια του αλκοόλ και μιας άχρωμης νύχτας. Ο Δημήτρης χωρίς μάνα, μα με πατέρα ευαίσθητο, ελεύθερο από προκαταλήψεις, όσο τουλάχιστον είναι ελεύθερος, ανεπηρέαστος από ένα μίζερο περιβάλλον αναγνωρίζει το παιδί του. Το παιδί που έχει το στίγμα της μοίρας στο χρώμα του. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος, είναι κολοράτος. Φθάνει σε έναν κομματιασμένο κόσμο, μα είναι από μόνος του ένα ξεχωριστό κομμάτι. Τον στέλνει λοιπόν στην γιαγιά του, στην Αλεξάνδρεια. 





Εκεί αποκτά καταγωγή ελληνική, αποκτά μόρφωση, ρουφά τα γράμματα, την γνώση σαν σφουγγάρι. Περνά μια νιότη ανέμελη γλυκειά σαν τα ζαχαρωτά της Αιγύπτου που όποιος τα γεύτηκε τα φέρνει μπρος τα μάτια κάθε που καθίζει το μυαλό στα δύσκολα. Ήδη στα 8 του μιλά 4 ή 5 γλώσσες, αναγνωρίζει την Ελλάδα σαν πατρίδα και έχει ρίζες, περπατά στο λιμάνι της Αλεξάνδειας με την θάλασσα να του δείχνει τους ανοιχτούς δρόμους. Τότε είναι που η γιαγιά αρρωσταίνει, ο πατέρας σταματά να συγκρούεται με την μοναξιά και φέρνει την νέα Ελληνίδα γυναίκα του για να κάμει οικογένεια. Να αφήσει κάτι πίσω. Που να ήξερε κι αυτός πως έφερε στον κόσμο μια από της σπουδαιότερες μορφές σύγχρονων αγωνιστών. Στην επιστροφή του ο Δημήτρης γνωρίζει την απόρριψη. Ξεκινά η αντίστροφή μέτρηση για την τελική του πράξη. Για την νέα μάνα, την Μαρίκα, είναι ένα μπάσταρδο. Ένας κοπρίτης και μάλιστα χρωματιστός. Όσο ο πατέρας στέκεται τον στέλνει σε καλό μα εσώκλειστο σχολείο. Πάλι η μόρφωση, η παιδεία πάνω στον Μίμη, μα άγγιγμα, ανοιχτές καρδιές δεν υπάρχουν για αυτόν. Δεν είναι μόναχα η μάνα όλος ο τόπος βράζει από την ανισότητα, την διαφορά, τίποτε δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αρμονική ύπαρξη. Είναι μονάχος, στην εφηβεία και λίγο πριν τα μυθικά ταξίδια γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα. Το μόνο που δέχεται τους κολοράτους. Εκείνους που δεν είναι καταμαύροι. Οι εντάσεις στο σπίτι υπερβολικές. Τα «σπάει», βράζει το αίμα του. Έξυπνος όπως είναι αναγνωρίζει την δεδομένη ανυπαρξία του. Φωνάζουν γιατρό, που τον χαρακτηρίζει idiota, η αδελφή του Ελένη ξεσπάει, «μας κατάστρεφε, σιγά σιγά, από μικρός.» Ναυτικός λοιπόν, αυτό ταιριάζει σε ένα παιδί που όλοι πιέζουν, βιάζουν να γίνει άντρας, δίχως να μιλά και με κεφάλι σκυμμένο υποταγμένο στο χρώμα της μοίρας που σκούρο ακαθόριστο όπως είναι καθορίζει, προδιαγράφει μιαν μοιραία πορεία. Ταξιδεύει, γυρνά τον κόσμο και γίνεται θρύλος , ένας ζωντανός μύθος. Η αλήθεια και το ψέμμα συναγωνίζονται στη ζωή του. Από τους λιγοστούς φίλους και τα γράμματα που έστελνε στην οικογένεια που μόνον εκείνος την ένιωθε κοντά του, εκείνος είχε την ανάγκη να ακουμπήσει φαίνεται μια πολυτάραχη διαδρομή. Από μούτσος στα βαπόρια, καθηγητής ξένων γλωσσών, εμπορικός αντιπρόσωπος, οριακός τρόφιμος τρελλοκομείου, σερβιτόρος, ακόμη και αναγνωρισμένος εκπρόσωπος του Μωάμεθ. Φτάνει στην κεντρική Ευρώπη πεινασμένος, μιλά ακατάπαυστα στις γλώσσες τους αλλα θέλει τροφή, ζεστασιά, σε πόλεις και ανθρώπους κλειστούς και εξαιρετικά κουμπωμένους. Μπαινοβγαίνει σε φρενοκομεία που έτσι κι αλλιώς χειρίζεται με άνεση, μιλά για το θηρίο που έχει μέσα του, κάτι που του καθορίζει την όρεξη, για φαγητό, για γνώση, για ζωή. Ξεκινά το καλοκαίρι, βαριέται θυμάται την Άγκυρα της Τουρκίας. Εκεί καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών αγαπούσε τους μαθητές του και δεν έχανε ευκαιρία να μιλά για τα τοπία της Αφρικής που λάμπανε στα μάτια του. Σε μια από τις αποδράσεις του όπως αφηγείται μετέπειτα στη φυλακή, δεμένος με σεντόνια την κοπανάει από τα μπαλκόνια του τέταρτου ορόφου, χάνει τον καλύτερο φίλο του από την πτώση. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε σε ψυχιατρείο στην Ευρώπη. Ζητά απεγνωσμένα να γυρίσει στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιμένει πρόσκληση, που τελικά του κάνει ο γαμπρός του. Στην Ελλάδα τριγυρνά στη γειτονιά μου στην Καστέλλα, παίζει προπό, λατρεύει τον Ολυμπιακό και δεν χάνει ευκαιρία να χαζεύει τα βιβλιοπωλεία και να διαβάζει, να καταπίνει βιβλία και γνώση. Έτσι χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο όπως συνήθιζε να λέει. Οι κοινές μας διαδρομές στο Πειραιά άρχισαν σιγά σιγά να με τρώνε, έχανα και εγώ την επαφή μου με το παρόν, περπατούσα γύρω από το λιμάνι, θωρούσα πως στο πλάι της μπουκαπόρτα ενός πλοίου θα τον συναντήσω. Ο Μίμης σε ένα τελευταίο γράμμα, ζητά να του στείλουν καφέ και λίγο από χυμό ροδάκινο, του λείπουν οι γεύσεις, τα συναισθήματα που γεννούν τα οικεία πράγματα. Ταξιδιώτης μέσα στο χρόνο αποκωδικοποιεί με ευκολία τους γύρω του μα μόνιμα κολλημένος με το θλιβερό, πιεσμένο, έρημο παρελθόν του. Στην Παλαιστίνη φτάνει μαζί με έντονα καιρικά φαινόμενα. Η βροχή που κράτησε μέρες θεωρήθηκε πως ήταν δικία του ευλογία. Ο λόγος του σε αυτά τα μέρη έτσι κι αλλιώς αγίασμα για τους ντόπιους. Στην επιστροφή έρχεται αντιμέτωπος με την χειρότερη πραγματικότητα που θα μπορούσε να φανταστεί. Το καθεστώς σαρώνει κάθετι διαφορετικό. Ξεκινάμε με το χρώμα. Περιοχές μόνο για μαύρους. Πεζοδρόμια μοναχά για λευκούς. Το δέρμα καθορίζει την διαδρομή. Το χρώμα είναι που δίνει ή παίρνει τη ζωή. Ο Μίμης πέρα και έξω από κάθε ρατσισμό. Σε κανέναν κύκλο δεν εντάσσεται. Ούτε στους δούλους μα ούτε και στους αφέντες. Η οικογένεια τον διώχνει, τον φοβάται, μιλά, έχει άποψη για το δράμα που ανεβαίνει στη σκηνή της ζωής. Είναι μια ανάσα πριν την κατάθλιψη. Φεύγει, κατεβαίνει στο Κέηπ Τάουν, στο μεγάλο λιμάνι στη μάνα θάλασσα και πάλι. Ερωτεύεται μιαν κατάμαυρη. Μπαίνει σε μια οικογένεια χριστιανών. Εντυπωσιάζεται από την αγνότητα και τα παρασύρεται στην ιδέα της φαμίλιας. Πάντα αυτό έβαζε φωτιά στα σωθικά του μυαλού του. Κάνει αίτηση να θεωρείται πλέον μαύρος, θέλει να την παντρευτεί, την θέλει πλάι του. Ψηλός, ωραίος άντρας ο Τσαφέντας. Του ακυρώνουν κάθε σκέψη, ολάκερη η υπαρξιακή του οντότητα τρίζει συθέμελα. Ούτε λευκός μα ούτε και μαύρος. Ο Μίμης δεν υπάρχει. Νιώθει την πείνα του στομαχιού, της καρδιάς του, τόσο μα τόσο έντονα. Η εξαιρετική μόρφωση και η έφεση στις γλώσσες, -λένε πως μιλούσε άπταιστα 7 ή 8 γλώσσες-, του δίνουν την άνεση να εργαστεί στο δεύτερο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Όχι κάτι σπουδαίο, κουβαλά χαρτιά, ένα ποτήρι με νερό, κάνει τα θελήματα των βουλευτών. Εκεί παίρνει την μεγάλη απόφαση να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Να δώσει ένα ουσιαστικό χτύπημα σε ένα καθεστώς που χωρίζει τους ανθρώπους. Να τιμωρήσει, σαν νέμεσις, τον αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ. Να τον δολοφονήσει. Τριγυρνά στα ελληνικά πλοία, ψάχνει στην αρχή για ένα περίστροφο, του πουλούν, σε ένα κασσιώτικο φορτηγό, ένα ψεύτικο ένα πασχαλιάτικο, πιστόλι. Απογοητεύεται, αλλάζει ρότα, αγοράζει μαχαίρι και το αφήνει για μέρες μέσα σε δηλητήριο. Μεσημέρι, ο πρωθυπουργός στο βήμα εξηγεί για ακόμη μιαν φορά της αρχές, την ουσία των φυλετικών διακρίσεων. Κάνει πράξη την σκέψη. Διαλύει τους ανθρώπους. Ο Τσαφέντας, με σταθερό βήμα ανεβαίνει με ένα ποτήρι νερό. Σε περίπτωση που ο λαιμός του πρωθυπουργού σταθεί. Βγάζει από την κάλτσα του ποδιού του το 20 εκατοστών μαχαίρι, καταφέρνει 4 μαχαιριές μια εκ των οποίων στη καρδιά. Το πρώτο χτύπημα, η πρώτη κίνηση στον αγώνα κατά του ρατσισμού, η ωδή της λογικής. Ένας φόνος. Μέσα στο κοινοβούλιο, μέσα στο σπίτι της δημοκρατίας, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Ακολούθησε μια τραγική πορεία. Βασανίστηκε, χτυπήθηκε, φυλακίστηκε. Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν βόλευε να αναγνωριστεί σαν μάρτυρας. Θεωρήθηκε τρελός. Ο ίδιος έλεγε πως ένα σκουλήκι που είχε μέσα του, έδινε τις εντολές και τις κατευθύνσεις. Ο δικηγόρος του, ο διάσημος Γιώργος Μπίζος, που ήταν και ο νομικός σύμβουλος του Μαντέλα υπερασπίστηκε έναν παρανοϊκό. Τον εξέτασαν αρκετοί ψυχίατροι. Κατέληξαν, δεν υπάρχει συνείδηση στον Μίμη. Το σύστημα δεν έπρεπε να βληθεί να χτυπηθεί. Τον κρύβουν σε μια φυλακή, με θανατοποινίτες, οι συγκρατούμενοι του εντυπωσιάζονται από την προσωπικότητα του αλλά και αυτοί, ο καθένας για δικούς του λόγους δεν του αναγνωρίζουν την πρωτοπορία. Το τέλος της ζωής του δίνεται στην ψυχιατρική κλινική-φυλακή Στέρκφονταιν. Λιγοστοί άνθρωποι γύρω του. Ελάχιστοι εκείνοι που θέλουν να θυμούνται την πράξη του. Στην κηδεία του 4 μοναχά τον συνόδεψαν στην τελευταία κατοικία ο Δημήτρης ο έλληνας παπάς που στην συνέχεια ξεπέρασε το «ράσο» και έκανε την κηδεία παρότι όλη η κοινότητα πίεζε να μην τελεστεί η εξόδιος ακολουθία. Η Λίζα Καίη αφήνει ένα σημείωμα στον φέρετρο. «Δημήτρης Τσαφέντας, Κομμουνιστής, Χριστιανός, ένας σπουδαίος άνθρωπος.» Ξαναγυρνώ το χρόνο πίσω. Οι Έλληνες μετανάστες κοιτούσαν τη δουλειά τους. Δεν άνοιγαν μέτωπα, άφηναν το χρόνο να κυλά και τον χώρο να εξελίσσεται ερήμην τους. Όχι όλοι, όσο κι αν κρύβουμε την ιστορία θα έρχονται στιγμές, μικρές στιγμές που θα γυρνά σε πρόσωπα όπως ο Μίμης που έδωσαν με μια κίνηση μιαν άλλη φορά στο τρόπο που γυρνά η γή. Χρειάζεται ακόμη ανηφόρα,
Γράψτε



Αρτέμης Μάτσας. Ο ηθοποιός που έγινε γνωστός ως "δοσίλογος" έχασε τον πατέρα του καθώς οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και δεν επέστρεψε ποτέ από το στρατόπεδο συγκέντρωσης

 

 

 

 




Η άγνωστη ιστορία του ηθοποιού που έγινε γνωστός σε όλους μας, παίζοντας σε ελληνικές ταινίες το ρόλο του συνεργάτη
Adtech Ad
Ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας ταυτίστηκε στη μνήμη του κοινού ως ο σπιούνος, ο ρουφιάνος, ο συνεργάτης του κακού. Κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής του πορείας υποδύθηκε τον αδίστακτο, τον μαυραγορίτη, τον δοσίλογο, τον προδότη.

AdTech Ad

Σύμφωνα με τη μηχανή του χρόνου, ο κόσμος ήταν τόσο επηρεασμένος από τους ρόλους του, που χρησιμοποιούσε στην καθημερινότητά του, το ονοματεπώνυμό του ηθοποιού, για να περιγράψει κάποιο προδότη. Ο Αρτέμης Μάτσας έπαιξε πολλούς ρόλους στους οποίους ήταν συνεργάτης των Γερμανών. Στην αληθινή ζωή όμως και ειδικά στην παιδική του ηλικία, υπέφερε πολύ από αυτούς.
Η σύλληψη του πατέρα του από τους Γερμανούς
Τον Μάρτιο του 1944, ο πατέρας του ηθοποιού συνελήφθη από τους Γερμανούς επειδή ήταν Εβραίος.Το όνομα του ήταν Πίνχας Μάτσας .

  Την ημέρα της σύλληψής του, τα τρία του παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί όπως συνήθιζαν. Η μητέρα της οικογένειας είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία και ο Μάτσας μεγάλωνε μόνος του τα παιδιά του.
Ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, Νέστορας Μάτσας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής. Για την ημέρα της σύλληψης του πατέρα τους, έγραψε: «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζόζεν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες, γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί. Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό.
Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένα ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε καλημέρα, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε». Έτσι ο ηθοποιός και τα δύο του αδέλφια έμειναν μόνοι τους αντιμέτωποι με την πείνα, τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο σύλληψής τους. Δεν ξαναείδαν ποτέ τον πατέρα τους και το μόνο που κατάφεραν να μάθουν, ήταν το νούμερο του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που τον οδήγησαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας της οικογένειας ήταν το «47712».
Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι για να επιβιώσουν
Αμέσως μετά τη σύλληψη του πατέρα τους, ο Αρτέμης Μάτσας και τα αδέλφια του εγκατέλειψαν το σπίτι τους για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Είχαν ακούσει ότι οι κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις και αιχμαλώτιζαν ακόμα και μικρά παιδία. Για λίγο καιρό τα αδέλφια χωρίστηκαν και κρύφτηκαν σε φιλικά σπίτια. Όταν ξαναέσμιξαν, κατάφεραν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια από μια ιερόδουλη που τους φέρθηκε με αγάπη. Το κορίτσι της οικογένειας, ως μεγαλύτερη, ανέλαβε τη φροντίδα των δύο αδελφών της.

Τα αδέλφια Μάτσα δεν είχαν κανένα εισόδημα και αναγκάζονταν να πουλάνε καθημερινά τα προσωπικά αντικείμενα της χαμένης μητέρας τους για να εξασφαλίζουν λίγο φαγητό. Όταν τελείωσαν και αυτά, η πείνα άρχισε να τους θερίζει. Τα συσσίτια στα οποία ήταν γραμμένοι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους.
Ο Αρτέμης και ο Νέστορας πούλαγαν τσιγάρα με το κασελάκι στους δρόμους της Αθήνας. Όσα λεφτά έβγαζαν, τα έδιναν στην αδελφή τους για να αγοράζει τρόφιμα από τους μαυραγορίτες. Οι καλύτεροι πελάτες των δύο αγοριών ήταν κάποιες ιερόδουλες, που δούλευαν σε έναν οίκο ανοχής στην οδό Γαμβέτα. Κάθε φορά που τα δύο αδέλφια επισκέπτονταν το «σπίτι», ξεπουλούσαν και έφευγαν ικανοποιημένοι, αλλά δεν ανέφεραν πουθενά πού πουλούσαν τα τσιγάρα τους, γιατί ντρέπονταν. Και τα τρία παιδιά της οικογένειας ήταν καλλιεργημένα, καθώς ο πατέρας τους πριν από τη σύλληψή του, είχε φροντίσει για τη μόρφωσή τους. Έτσι, τα αγόρια ήξεραν ότι δεν ήταν σωστό να επισκέπτονται έναν οίκο ανοχής, αλλά η πείνα τους έκανε να ξεχνάνε τους καθωσπρεπισμούς.
Ο Αρτέμης αρρώστησε βαριά και κινδύνευσε η ζωή του
Ο Αρτέμης ήταν το πιο ευαίσθητο από τα τρία αδέλφια. Από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής αρρώσταινε συχνά, αλλά κατάφερνε πάντα να ξεπερνάει τις ασθένειες. Η δουλειά στον δρόμο όμως, σε συνδυασμό με το κρύο και την πείνα, τον κατέβαλαν πολύ. Ένα βράδυ μετά τη δουλειά κατέρρευσε. Ο Νέστορας έγραψε στο ημερολόγιό του: «όταν γυρίσαμε το βράδυ από τους δρόμους που πουλούσαμε τσιγάρα, μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο αδελφός μου άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Κι άλλες φορές έβηχε, αλλά όχι τόσο πολύ και τόσο δυνατά. Έκαιγε από τον πυρετό και τα μάτια του ήταν πολύ κόκκινα».
Τα ορφανά αδέλφια βοήθησε η σπιτονοικοκυρά. Έκανε στον Αρτέμη εντριβή με οινόπνευμα και του έδωσε δύο κινίνα για τον πυρετό. Ο γιατρός του συσσιτίου που τον εξέτασε την επόμενη μέρα, διέγνωσε ότι έπασχε από προχωρημένη αδενοπάθεια και συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι. Του έγραψε γάλα σε σκόνη και μουρουνέλαιο, που δικαιούνταν από τον Ερυθρό Σταυρό σαν ασθενής. Ο ηθοποιός κατάφερε σιγά- σιγά να αναρρώσει.
Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, φούντωσε η σπίθα του ηθοποιού
Ο Αρτέμης Μάτσας ήθελε από μικρός να γίνει ηθοποιός. Αν και ήταν καλός μαθητής δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο Πανεπιστήμιο, αλλά ονειρευόταν να κατακτήσει το σανίδι. Η αδελφή του είχε αρχίσει τις σπουδές της σε Δραματική Σχολή πριν από την Κατοχή και ο Αρτέμης ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια της.
 Η αγάπη του για το θέατρο ήταν τέτοια που παρά την αφόρητη πείνα, έπεισε τον αδελφό του να πουλήσουν μια μέρα το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο για να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση. Ο αδελφός του δέχτηκε και τα δύο αγόρια βρέθηκαν να χειροκροτούν μαγεμένα στο τέλος του έργου. Η ευχαρίστηση ήταν τέτοια που ξέχασαν για λίγο την πείνα τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο κρεβάτι για να αναρρώσει, ο Μάτσας διάβασε βιβλία με θεατρικά κείμενα, που δανειζόταν ο αδελφός του από τη βιβλιοθήκη.
«Ο έμπορος της Βενετίας» ήταν το αγαπημένο του έργο. Διάβασε το κείμενο τόσες πολλές φορές που έμαθε απ’ έξω τους διαλόγους και τους απήγγειλε κάθε βράδυ στα αδέλφια του. «Μου είπε πως όταν μεγαλώσει και γίνει ηθοποιός, αυτό το έργο θα παίξει. Και αν δεν του δώσουν το ρόλο, θα κάνει δικό του θέατρο με τη βοήθεια του πατέρα μας και και θα το παίξει εκεί», έγραψε ο Νέστορας στο ημερολόγιό του.

Ο Αρτέμης Μάτσας όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει στη Κατοχή, αλλά και να πετύχει το όνειρό του. Έγινε ένας αξιόλογος ηθοποιός με συμμετοχή σε περισσότερες από ενενήντα κινηματογραφικές ταινίες και πολλές θεατρικές παραστάσεις. Το ταλέντο του ήταν τόσο που ενώ υποδυόταν συχνά τον συνεργάτη των Γερμανών, κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το μίσος που έκρυβε για αυτούς για τα δείνα που είχε περάσει εξαιτίας τους όταν ήταν παιδί.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Νέστορα Μάτσα «Αυτό το παιδί πέθανε αύριο/ Ημερολόγιο Κατοχής» που κυκλοφορεί από τον «Ελευθερουδάκη»....


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Μηχανή του χρόνου