Να ζεις
Να πιστεύεις στα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη της αιωνιότητας.
Χαλίλ Γκιμπράν
Ό,τι βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.
Edgar Allan Poe
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έφυγα εκείνο το απόγευμα, για τα νησιά. Η Πηνελόπη δεν έφυγε, πέθανε. Η νοσοκόμα άλλαξε σεντόνια στο κρεβάτι κι ο θείος συνέχισε να είναι κυνικός. Η Στέλλα μάλλον ζει ακόμα.
Τα όνειρα είναι ένα παράδοξο μέρος. Είναι μέσα στον εγκέφαλο μας, αλλά εμείς δεν είμαστε.
Κάποιος βρίσκεται εκεί, κάποιος που τον αντιλαμβανόμαστε ως «εγώ», σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά δεν είναι (ε)-αυτός που ζει στον κόσμο.
Μήπως τελικά η τέχνη δεν μιμείται τη ζωή, αλλά τα όνειρα;
Έτσι, τυχαία κι απροσδόκητα, είδα λίγο πριν τα χριστούγεννα ένα όνειρο που μόνο εορταστικό δεν είναι. Αλλά χάρη σ’ αυτό κατάφερα να συνομιλήσω μ’ έναν -νεκρό- συγγραφέα που νιώθω σαν φίλο, τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Το όνειρο ξεκινούσε σαν ταινία. Έβλεπα τους τίτλους αρχής ενός φιλμ νουάρ, που το σενάριο είχε γράψει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Σ’ αυτό πρωταγωνιστούσε, στο ρόλο του ντετέκτιβ, η λογοτεχνική περσόνα του Μπουκόφσκι, ο Χένρι Τσινάνσκι.
Όμως λίγο μετά την αρχή της ταινίας κάποιος πυροβόλησε τον ντετέκτιβ Τσινάνσκι στην κοιλιά -ή τον τραυμάτισε με μαχαίρι.
Τότε αυτός ο «εγώ» που έπαιζε στο όνειρο, ως θεατής μιας ταινίας, βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας. Μάλλον κάποιο ατύχημα είχε συμβεί κατά τα γυρίσματα, έτσι ο πρωταγωνιστής είχε τραυματιστεί στ’ αλήθεια.
Το παράδοξο ήταν ότι ο πρωταγωνιστής, αυτός που έπαιζε τον Τσινάνσκι, δεν ήταν άλλος απ’ τον Μπουκόφσκι -αυτοπροσώπως.
Δεν γινόταν ν’ αφήσω να χαθεί τέτοια ευκαιρία. Πλησίασα για να του μιλήσω. Η κοιλιά του είχε ανοίξει σαν πλαστική σακούλα του σούπερ μάρκετ. Τα έντερα του είχαν βγει έξω.
Ο εγκέφαλος είναι ο συγγραφέας που παίζει με διάφορες περσόνες του εγώ. Λειτουργεί ανεξάρτητα απ’ τη συνείδηση. Παίρνει εικόνες-λέξεις-συναισθήματα, τ’ ανακατώνει και φτιάχνει ιστορίες.
Η μίξη των υλικών του ονείρου είναι τυχαία, χαοτική. Όμως υπάρχει εκείνο το κομμάτι του νου που απεχθάνεται το τυχαίο. Έτσι συνταιριάζει τα πιο αλλοπρόσαλλα υλικά και τα βάζει σε σειρά, έτσι ώστε να βγάζουν κάποιο νόημα.
Στο διπλανό κρεβάτι, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η γιαγιά μου, ήταν ξαπλωμένη μια πιο γριά κι απ’ τον γη.
Στέλλα την έλεγαν, κι ήταν 95 χρονών, έτσι έλεγε, μα ίσως να έκρυβε χρόνια -μπορεί κι αιώνες. Δεν είχε μείνει ίχνος από μυς κάτω απ’ το δέρμα της. Μόνο ραγισμένα κόκαλα και πετσί.
Παραπονιόταν που δεν πήγαινε κανείς να την επισκεφτεί. Η φωνή της δυνατή σαν παιδιού σε παιδικό πάρτι.
«Αφού τους έθαψες όλους», της είπε ο κυνικός θείος μου.
Τα όνειρά μας είναι ένας τρόπος να επικοινωνούμε με το κρυφό μέρος του εγκεφάλου μας, οπότε είναι κι ένας τρόπος να επικοινωνούμε με κάτι μεγαλύτερο απ’ τον μικρό μας εαυτό.
Όποιος ακούει τα όνειρα, ακούει τον Κόσμο, σαν να βάζει ένα μικρό οδοντιατρικό καθρέφτη μέσα στο στόμα του Θεού.
Οι γιατροί του βάζουν τ’ άντερα μέσα στην κοιλιά -πρόχειρα. Του λένε να κρατάει με το χέρι του την πληγή και φεύγουν («αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται», σκέφτομαι στο όνειρο).
Πάω κοντά του. Είναι σίγουρα αυτός. Ο Μπουκόφκσι, γύρω στα πενήντα, όπως τον ξέρω απ’ τις φωτογραφίες. Ταλαιπωρημένος κι αξύριστος, βλογιοκομμένος, και με τ’ άντερα πρόχειρα βαλμένα στην κοιλιά του, αλλά είναι ο Μπουκόφσκι.
Θα μπορούσα να ‘χω συναντήσει το Χέμινγουεϊ ή τον Τζόις, μπορεί και τον Καζαντζάκη. Σίγουρα όχι τον Κάφκα. Αυτός είναι πολύ ονειρικός για να βολοδέρνει στα όνειρα.
Σίγουρα θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον αν συναντούσα τον Δον Κιχώτη. Όμως ο εγκέφαλος μου έριξε στο όνειρο τον Μπουκόφσκι.
Αν ήμουν στην πραγματικότητα θα του έλεγα κάτι ηλίθιο, όπως: «Είστε καλά;»
Ή κάτι βαρετό, όπως: «Θαυμάζω το έργο σας».
Ευτυχώς ο ονειρικός μου εαυτός δεν νοιάζεται για τα προσχήματα.
Η γιαγιά μου έσβηνε αργά, παραδινόταν, μόλις στα 75. Το βλέμμα της έλεγε ότι δεν ήθελε τίποτα παραπάνω. Σαν το δεύτερο νυχτερινό του Σοπέν, γλυκό, οικείο -ή μπορεί σαν τα κουλουράκια που έφτιαχνε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα.
«Αφήστε με να φύγω. Σας αγαπώ, αλλά…»
Όλοι το ήξεραν ότι θα πέθαινε. Πρώτα αυτή. Γιατί αυτή έπαιζε το πιάνο.
Τα όνειρα είναι η σκιά της πραγματικότητας.
Ίσως σε κάποιο μελλοντικό κόσμο (κι εφόσον αυτός προλάβει να υπάρξει) θα μπορούσαν να δώσουν σε άτομα που κοιμούνται τις ίδιες εικόνες-λέξεις-συναισθήματα. Και μετά οι επιστήμονες να… ονειρογραφήσουν την ενύπνια δραστηριότητα.
Κάθε άνθρωπος, με τα ίδια υλικά, θα έφτιαχνε ιστορίες τελείως διαφορετικές. Άλλωστε αυτό κάνουμε και με την πραγματικότητα.
Χωρίς να συστηθώ (άλλωστε δεν είχα όνομα στο όνειρο) λέω στον Μπουκόφσκι: «Να ζεις».
Δεν ήταν ευχή, ήταν διαπίστωση. Η τελευταία φράση ενός βιβλίου για τη σημασία της ύπαρξης. Ή μπορεί να ήταν ο τίτλος του βιβλίου (και σίγουρα είναι πιασάρικος τίτλος).
Οπότε του λέω αυτό, σαν απόφθεγμα:
«Να ζεις».
«Τι άλλο;» απαντάει ο Μπουκόφσκι.
Όση ώρα δακτυλογραφώ αυτό το κείμενο ακούω το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Το έγραφε ενώ πέθαινε, το έγραφε για τον εαυτό του. Είναι ηρωικό, πιο πολύ κι απ’ την Ενάτη του Μπετόβεν, πιο πολύ από κάθε ύμνο στην ελευθερία και στην ηρωικότητα.
Γιατί είναι ένας ύμνος στη ζωή αυτό το Ρέκβιεμ. Ίσως αυτά να είναι τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, που ακούει ο Καβάφης όταν σαν έτοιμος από καιρό αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνει.
Κι αυτό που κάνει πιο ηρωικό το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, αυτό που κάνει ηρωική την αποχώρηση του Καβάφη, αυτό που κάνει τόσο ηρωική τη ζωή, είναι ότι είναι ανολοκλήρωτη, ατελής, ελλιπής.
Συνεχίζω την κουβέντα, δεν γίνεται να χάσω αυτή την ευκαιρία. Ποιος ξέρει πότε και αν θα τον ξαναδώ.
«Το μόνο που έχει σημασία είναι η ζωή, έτσι δεν είναι; Ό,τι και να συμβεί πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε», του λέω.
Κάνει ένα μορφασμό. Μάλλον δεν του άρεσε αυτό που άκουσε ή μπορεί να τον πόνεσε το τραύμα
«Υπάρχει ο πόνος», μου λέει. «Κι η αρρώστια. Αν είναι να πονάς, συνέχεια, τότε ίσως να προτιμήσεις το καθόλου… Είναι και τα γηρατειά. Αν γερνούσα τόσο που να μην μπορώ ούτε να κατουρήσω, τότε θα το σκεφτόμουν πάλι, όσο προλαβαίνω.»
«Γιατί;» επιμένω για να μείνω στο θέμα μου. «Όσο χάλια και να ζεις δεν είναι καλύτερο απ’ το να μη ζεις καθόλου;»
Κάποιοι επιστήμονες τις προάλλες υποστήριζαν σε άρθρο τους ότι δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον. Όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Ο ονειρικός κόσμος το γνωρίζει αυτό: Στα όνειρα όλα συμβαίνουν τώρα. Ο χρόνος είναι μια ακόμα ψευδαίσθηση.
Η Στέλλα, στο διπλανό κρεβάτι, ζητούσε να την αφήσουν να πάει στο σπίτι της.
«Τι με κρατάτε εδώ;» ρωτούσε τις νοσοκόμες. «Είμαι μια χαρά. Έχω πράγματα να κάνω. Τι με κρατάτε;»
«Ποιος θα σε προσέχει στο σπίτι;» τη ρώτησε μια νοσοκόμα, που προσπαθούσε να είναι λογική.
«Θάψε τα παιδιά σου και τον άντρα σου κι έλα μετά να μου μιλήσεις», της είπε η Στέλλα. «Ποιος θα με προσέχει; Χα!»
Και γέλασε, η Στέλλα, χωρίς δόντια και χωρίς κρέας. Και γέλασε ο κυνικός θείος. Κι αγρίεψε η νοσοκόμα. Κι αναστέναξε η Πηνελόπη Δ. Κι εγώ κοίταξα έξω, τους γλάρους.
Κάποιοι άλλοι αναφέρονται στα παράλληλα σύμπαντα. Αν τρυπούσαμε το έβδομο πέπλο της ψευδαίσθησης θα καταλαβαίναμε ότι υπάρχουν τόσα σύμπαντα, τόσοι κόσμοι, όσοι και εγκέφαλοι.
Κάθε σκύλος, κάθε ποντίκι, κάθε μύγα, ζει σ’ ένα διαφορετικό σύμπαν. Το δικό του, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται. Ο Κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω απ’ τον άνθρωπο
Ο Μπουκόφσκι γελάει (ή μπορεί να βήχει) κρατώντας την κοιλιά του.
«Τι ξέρεις απ’ τα χάλια, μικρέ; Νομίζεις ότι έχεις στερηθεί, ότι έχεις νιώσει πόνο; Είσαι τυχερός άνθρωπος. Κι εγώ είμαι, μην νομίζεις ότι το παίζω μάρτυρας. Αλλά έχω γνωρίσει ανθρώπους που ζούσαν χειρότερα κι απ’ τον θάνατο. Και παρακαλούσαν για λύτρωση. Ήθελαν να τελειώνουν.»
«Και ποιο είναι το όριο;» τον ρωτάω. «Υπάρχει κάποιο όριο… πόνου;»
«Ο καθένας έχει τα όρια του», μου λέει ο Μπουκόφσκι. «Είναι σαν εκείνο το παιχνίδι, που τραβάνε το σχοινί από δω κι από κει. Απ’ τη μια είναι η απόλαυση. Όσο μπορεί ν’ απολαύσεις, κάτι, έστω κάτι, τότε αντέχεις. Είναι, δεν ξέρω, είναι κι η ελπίδα, ότι κάτι θ’ αλλάξει, είναι η πίστη, είναι… το όνειρο. Αν απολαμβάνεις, ελπίζεις, πιστεύεις, ονειρεύεσαι, τότε αντέχεις. Τραβάνε αυτά απ’ τη μια μεριά. Στην άλλη είναι ο πόνος, η απογοήτευση, η παραίτηση, τι άλλο, δεν ξέρω, ο κόσμος και τα σκατά του. Αν νικήσουν οι από κει, ξέρεις, οι κακοί της ταινίας μες στο κεφάλι σου, τότε δεν υπάρχει λόγος για να ζεις. Τίτλοι τέλους και άντε γεια καριόληδες.»
Κι όπως τα λέει αυτά βήχει (ή γελάει). Αφήνει για λίγο το τραύμα και τ’ άντερα του βγαίνουν έξω. Τα βάζει μέσα χωρίς να βογγάει.
«Εσύ αντέχεις», του λέω.
«Εγώ έχω πολλά που πρέπει να γράψω».
Τότε έρχονται οι νοσοκόμοι να τον πάρουν. Πριν τον φορτώσουν μου δίνουν ένα βιβλίο του. Διστάζω για λίγο και χάνω την ευκαιρία, δεν προλαβαίνω να του ζητήσω να μου το υπογράψει.
Κρίμα. Θα ήταν συλλεκτικό κομμάτι με το αίμα -ίσως και τα σκατά- του συγγραφέα.
Έφυγα εκείνο το απόγευμα, για τα νησιά. Η Πηνελόπη δεν έφυγε, πέθανε. Η νοσοκόμα άλλαξε σεντόνια στο κρεβάτι κι ο θείος συνέχισε να είναι κυνικός. Η Στέλλα μάλλον ζει ακόμα.
Τ’ όνειρο τέλειωσε έτσι απότομα. Άνοιξα τα μάτια, είδα το ταβάνι του σπιτιού, κι ήμουν πάλι εγώ, ο κανονικός εγώ, ο εαυτός που πληρώνει φόρους.
Αυτόματα, μάλλον αταβιστικά, έκανα το σταυρό μου, ψιθυρίζοντας τρεις φορές -αντί για διευχών: «Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός».
Κι ήταν δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να σηκωθώ γρήγορα, γιατί δούλευα. Αλλά δεν πονούσα, ήμουν σαράντα χρονών κι είχα πολλά πράγματα να γράψω ακόμα, πολύ περισσότερα ν’ απολαύσω.
Στο δρόμο για τη δουλειά προσπαθούσα να θυμηθώ τον τίτλο της ονειρικής ταινίας του Καμπανέλλη. Δεν τα κατάφερα, έτσι της έδωσα το δικό μου -πιασάρικο- τίτλο: «Να ζεις».
Τι άλλο;
Να πιστεύεις στα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη της αιωνιότητας.
Χαλίλ Γκιμπράν
Ό,τι βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.
Edgar Allan Poe
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έφυγα εκείνο το απόγευμα, για τα νησιά. Η Πηνελόπη δεν έφυγε, πέθανε. Η νοσοκόμα άλλαξε σεντόνια στο κρεβάτι κι ο θείος συνέχισε να είναι κυνικός. Η Στέλλα μάλλον ζει ακόμα.
Τα όνειρα είναι ένα παράδοξο μέρος. Είναι μέσα στον εγκέφαλο μας, αλλά εμείς δεν είμαστε.
Κάποιος βρίσκεται εκεί, κάποιος που τον αντιλαμβανόμαστε ως «εγώ», σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά δεν είναι (ε)-αυτός που ζει στον κόσμο.
Μήπως τελικά η τέχνη δεν μιμείται τη ζωή, αλλά τα όνειρα;
Έτσι, τυχαία κι απροσδόκητα, είδα λίγο πριν τα χριστούγεννα ένα όνειρο που μόνο εορταστικό δεν είναι. Αλλά χάρη σ’ αυτό κατάφερα να συνομιλήσω μ’ έναν -νεκρό- συγγραφέα που νιώθω σαν φίλο, τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Το όνειρο ξεκινούσε σαν ταινία. Έβλεπα τους τίτλους αρχής ενός φιλμ νουάρ, που το σενάριο είχε γράψει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Σ’ αυτό πρωταγωνιστούσε, στο ρόλο του ντετέκτιβ, η λογοτεχνική περσόνα του Μπουκόφσκι, ο Χένρι Τσινάνσκι.
Όμως λίγο μετά την αρχή της ταινίας κάποιος πυροβόλησε τον ντετέκτιβ Τσινάνσκι στην κοιλιά -ή τον τραυμάτισε με μαχαίρι.
Τότε αυτός ο «εγώ» που έπαιζε στο όνειρο, ως θεατής μιας ταινίας, βρέθηκε στα γυρίσματα της ταινίας. Μάλλον κάποιο ατύχημα είχε συμβεί κατά τα γυρίσματα, έτσι ο πρωταγωνιστής είχε τραυματιστεί στ’ αλήθεια.
Το παράδοξο ήταν ότι ο πρωταγωνιστής, αυτός που έπαιζε τον Τσινάνσκι, δεν ήταν άλλος απ’ τον Μπουκόφσκι -αυτοπροσώπως.
Δεν γινόταν ν’ αφήσω να χαθεί τέτοια ευκαιρία. Πλησίασα για να του μιλήσω. Η κοιλιά του είχε ανοίξει σαν πλαστική σακούλα του σούπερ μάρκετ. Τα έντερα του είχαν βγει έξω.
Ο εγκέφαλος είναι ο συγγραφέας που παίζει με διάφορες περσόνες του εγώ. Λειτουργεί ανεξάρτητα απ’ τη συνείδηση. Παίρνει εικόνες-λέξεις-συναισθήματα, τ’ ανακατώνει και φτιάχνει ιστορίες.
Η μίξη των υλικών του ονείρου είναι τυχαία, χαοτική. Όμως υπάρχει εκείνο το κομμάτι του νου που απεχθάνεται το τυχαίο. Έτσι συνταιριάζει τα πιο αλλοπρόσαλλα υλικά και τα βάζει σε σειρά, έτσι ώστε να βγάζουν κάποιο νόημα.
Στο διπλανό κρεβάτι, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η γιαγιά μου, ήταν ξαπλωμένη μια πιο γριά κι απ’ τον γη.
Στέλλα την έλεγαν, κι ήταν 95 χρονών, έτσι έλεγε, μα ίσως να έκρυβε χρόνια -μπορεί κι αιώνες. Δεν είχε μείνει ίχνος από μυς κάτω απ’ το δέρμα της. Μόνο ραγισμένα κόκαλα και πετσί.
Παραπονιόταν που δεν πήγαινε κανείς να την επισκεφτεί. Η φωνή της δυνατή σαν παιδιού σε παιδικό πάρτι.
«Αφού τους έθαψες όλους», της είπε ο κυνικός θείος μου.
Τα όνειρά μας είναι ένας τρόπος να επικοινωνούμε με το κρυφό μέρος του εγκεφάλου μας, οπότε είναι κι ένας τρόπος να επικοινωνούμε με κάτι μεγαλύτερο απ’ τον μικρό μας εαυτό.
Όποιος ακούει τα όνειρα, ακούει τον Κόσμο, σαν να βάζει ένα μικρό οδοντιατρικό καθρέφτη μέσα στο στόμα του Θεού.
Οι γιατροί του βάζουν τ’ άντερα μέσα στην κοιλιά -πρόχειρα. Του λένε να κρατάει με το χέρι του την πληγή και φεύγουν («αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται», σκέφτομαι στο όνειρο).
Πάω κοντά του. Είναι σίγουρα αυτός. Ο Μπουκόφκσι, γύρω στα πενήντα, όπως τον ξέρω απ’ τις φωτογραφίες. Ταλαιπωρημένος κι αξύριστος, βλογιοκομμένος, και με τ’ άντερα πρόχειρα βαλμένα στην κοιλιά του, αλλά είναι ο Μπουκόφσκι.
Θα μπορούσα να ‘χω συναντήσει το Χέμινγουεϊ ή τον Τζόις, μπορεί και τον Καζαντζάκη. Σίγουρα όχι τον Κάφκα. Αυτός είναι πολύ ονειρικός για να βολοδέρνει στα όνειρα.
Σίγουρα θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον αν συναντούσα τον Δον Κιχώτη. Όμως ο εγκέφαλος μου έριξε στο όνειρο τον Μπουκόφσκι.
Αν ήμουν στην πραγματικότητα θα του έλεγα κάτι ηλίθιο, όπως: «Είστε καλά;»
Ή κάτι βαρετό, όπως: «Θαυμάζω το έργο σας».
Ευτυχώς ο ονειρικός μου εαυτός δεν νοιάζεται για τα προσχήματα.
Η γιαγιά μου έσβηνε αργά, παραδινόταν, μόλις στα 75. Το βλέμμα της έλεγε ότι δεν ήθελε τίποτα παραπάνω. Σαν το δεύτερο νυχτερινό του Σοπέν, γλυκό, οικείο -ή μπορεί σαν τα κουλουράκια που έφτιαχνε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα.
«Αφήστε με να φύγω. Σας αγαπώ, αλλά…»
Όλοι το ήξεραν ότι θα πέθαινε. Πρώτα αυτή. Γιατί αυτή έπαιζε το πιάνο.
Τα όνειρα είναι η σκιά της πραγματικότητας.
Ίσως σε κάποιο μελλοντικό κόσμο (κι εφόσον αυτός προλάβει να υπάρξει) θα μπορούσαν να δώσουν σε άτομα που κοιμούνται τις ίδιες εικόνες-λέξεις-συναισθήματα. Και μετά οι επιστήμονες να… ονειρογραφήσουν την ενύπνια δραστηριότητα.
Κάθε άνθρωπος, με τα ίδια υλικά, θα έφτιαχνε ιστορίες τελείως διαφορετικές. Άλλωστε αυτό κάνουμε και με την πραγματικότητα.
Χωρίς να συστηθώ (άλλωστε δεν είχα όνομα στο όνειρο) λέω στον Μπουκόφσκι: «Να ζεις».
Δεν ήταν ευχή, ήταν διαπίστωση. Η τελευταία φράση ενός βιβλίου για τη σημασία της ύπαρξης. Ή μπορεί να ήταν ο τίτλος του βιβλίου (και σίγουρα είναι πιασάρικος τίτλος).
Οπότε του λέω αυτό, σαν απόφθεγμα:
«Να ζεις».
«Τι άλλο;» απαντάει ο Μπουκόφσκι.
Όση ώρα δακτυλογραφώ αυτό το κείμενο ακούω το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Το έγραφε ενώ πέθαινε, το έγραφε για τον εαυτό του. Είναι ηρωικό, πιο πολύ κι απ’ την Ενάτη του Μπετόβεν, πιο πολύ από κάθε ύμνο στην ελευθερία και στην ηρωικότητα.
Γιατί είναι ένας ύμνος στη ζωή αυτό το Ρέκβιεμ. Ίσως αυτά να είναι τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, που ακούει ο Καβάφης όταν σαν έτοιμος από καιρό αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνει.
Κι αυτό που κάνει πιο ηρωικό το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, αυτό που κάνει ηρωική την αποχώρηση του Καβάφη, αυτό που κάνει τόσο ηρωική τη ζωή, είναι ότι είναι ανολοκλήρωτη, ατελής, ελλιπής.
Συνεχίζω την κουβέντα, δεν γίνεται να χάσω αυτή την ευκαιρία. Ποιος ξέρει πότε και αν θα τον ξαναδώ.
«Το μόνο που έχει σημασία είναι η ζωή, έτσι δεν είναι; Ό,τι και να συμβεί πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε», του λέω.
Κάνει ένα μορφασμό. Μάλλον δεν του άρεσε αυτό που άκουσε ή μπορεί να τον πόνεσε το τραύμα
«Υπάρχει ο πόνος», μου λέει. «Κι η αρρώστια. Αν είναι να πονάς, συνέχεια, τότε ίσως να προτιμήσεις το καθόλου… Είναι και τα γηρατειά. Αν γερνούσα τόσο που να μην μπορώ ούτε να κατουρήσω, τότε θα το σκεφτόμουν πάλι, όσο προλαβαίνω.»
«Γιατί;» επιμένω για να μείνω στο θέμα μου. «Όσο χάλια και να ζεις δεν είναι καλύτερο απ’ το να μη ζεις καθόλου;»
Κάποιοι επιστήμονες τις προάλλες υποστήριζαν σε άρθρο τους ότι δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον. Όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Ο ονειρικός κόσμος το γνωρίζει αυτό: Στα όνειρα όλα συμβαίνουν τώρα. Ο χρόνος είναι μια ακόμα ψευδαίσθηση.
Η Στέλλα, στο διπλανό κρεβάτι, ζητούσε να την αφήσουν να πάει στο σπίτι της.
«Τι με κρατάτε εδώ;» ρωτούσε τις νοσοκόμες. «Είμαι μια χαρά. Έχω πράγματα να κάνω. Τι με κρατάτε;»
«Ποιος θα σε προσέχει στο σπίτι;» τη ρώτησε μια νοσοκόμα, που προσπαθούσε να είναι λογική.
«Θάψε τα παιδιά σου και τον άντρα σου κι έλα μετά να μου μιλήσεις», της είπε η Στέλλα. «Ποιος θα με προσέχει; Χα!»
Και γέλασε, η Στέλλα, χωρίς δόντια και χωρίς κρέας. Και γέλασε ο κυνικός θείος. Κι αγρίεψε η νοσοκόμα. Κι αναστέναξε η Πηνελόπη Δ. Κι εγώ κοίταξα έξω, τους γλάρους.
Κάποιοι άλλοι αναφέρονται στα παράλληλα σύμπαντα. Αν τρυπούσαμε το έβδομο πέπλο της ψευδαίσθησης θα καταλαβαίναμε ότι υπάρχουν τόσα σύμπαντα, τόσοι κόσμοι, όσοι και εγκέφαλοι.
Κάθε σκύλος, κάθε ποντίκι, κάθε μύγα, ζει σ’ ένα διαφορετικό σύμπαν. Το δικό του, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται. Ο Κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω απ’ τον άνθρωπο
Ο Μπουκόφσκι γελάει (ή μπορεί να βήχει) κρατώντας την κοιλιά του.
«Τι ξέρεις απ’ τα χάλια, μικρέ; Νομίζεις ότι έχεις στερηθεί, ότι έχεις νιώσει πόνο; Είσαι τυχερός άνθρωπος. Κι εγώ είμαι, μην νομίζεις ότι το παίζω μάρτυρας. Αλλά έχω γνωρίσει ανθρώπους που ζούσαν χειρότερα κι απ’ τον θάνατο. Και παρακαλούσαν για λύτρωση. Ήθελαν να τελειώνουν.»
«Και ποιο είναι το όριο;» τον ρωτάω. «Υπάρχει κάποιο όριο… πόνου;»
«Ο καθένας έχει τα όρια του», μου λέει ο Μπουκόφσκι. «Είναι σαν εκείνο το παιχνίδι, που τραβάνε το σχοινί από δω κι από κει. Απ’ τη μια είναι η απόλαυση. Όσο μπορεί ν’ απολαύσεις, κάτι, έστω κάτι, τότε αντέχεις. Είναι, δεν ξέρω, είναι κι η ελπίδα, ότι κάτι θ’ αλλάξει, είναι η πίστη, είναι… το όνειρο. Αν απολαμβάνεις, ελπίζεις, πιστεύεις, ονειρεύεσαι, τότε αντέχεις. Τραβάνε αυτά απ’ τη μια μεριά. Στην άλλη είναι ο πόνος, η απογοήτευση, η παραίτηση, τι άλλο, δεν ξέρω, ο κόσμος και τα σκατά του. Αν νικήσουν οι από κει, ξέρεις, οι κακοί της ταινίας μες στο κεφάλι σου, τότε δεν υπάρχει λόγος για να ζεις. Τίτλοι τέλους και άντε γεια καριόληδες.»
Κι όπως τα λέει αυτά βήχει (ή γελάει). Αφήνει για λίγο το τραύμα και τ’ άντερα του βγαίνουν έξω. Τα βάζει μέσα χωρίς να βογγάει.
«Εσύ αντέχεις», του λέω.
«Εγώ έχω πολλά που πρέπει να γράψω».
Τότε έρχονται οι νοσοκόμοι να τον πάρουν. Πριν τον φορτώσουν μου δίνουν ένα βιβλίο του. Διστάζω για λίγο και χάνω την ευκαιρία, δεν προλαβαίνω να του ζητήσω να μου το υπογράψει.
Κρίμα. Θα ήταν συλλεκτικό κομμάτι με το αίμα -ίσως και τα σκατά- του συγγραφέα.
Έφυγα εκείνο το απόγευμα, για τα νησιά. Η Πηνελόπη δεν έφυγε, πέθανε. Η νοσοκόμα άλλαξε σεντόνια στο κρεβάτι κι ο θείος συνέχισε να είναι κυνικός. Η Στέλλα μάλλον ζει ακόμα.
Τ’ όνειρο τέλειωσε έτσι απότομα. Άνοιξα τα μάτια, είδα το ταβάνι του σπιτιού, κι ήμουν πάλι εγώ, ο κανονικός εγώ, ο εαυτός που πληρώνει φόρους.
Αυτόματα, μάλλον αταβιστικά, έκανα το σταυρό μου, ψιθυρίζοντας τρεις φορές -αντί για διευχών: «Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός Ευχαριστώ που είμαι ζωντανός».
Κι ήταν δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να σηκωθώ γρήγορα, γιατί δούλευα. Αλλά δεν πονούσα, ήμουν σαράντα χρονών κι είχα πολλά πράγματα να γράψω ακόμα, πολύ περισσότερα ν’ απολαύσω.
Στο δρόμο για τη δουλειά προσπαθούσα να θυμηθώ τον τίτλο της ονειρικής ταινίας του Καμπανέλλη. Δεν τα κατάφερα, έτσι της έδωσα το δικό μου -πιασάρικο- τίτλο: «Να ζεις».
Τι άλλο;