Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Φτιασιδωμένη η πόλη....




Από νωρίς είχε βάλει τα καλά της.
Δρόμοι, πλατείες, μαγαζιά, όλα παραφορτωμένα με κάθε λογής στολίδια.
Οι άνθρωποι του Δεκέμβρη,κουρασμένοι και σκυθρωποί πάλευαν να γαντζωθούν από ένα αστέρι,ζητώντας απεγνωσμένα
να σώσουν την ελπίδα που από καιρό ψυχορραγούσε μέσα τους.
Η κρίση...έλεγαν, ζητώντας να επικαλύψουν με μια λογικοφανή αιτιολογία το άδειο της ζωής τους, που τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο αισθητό.Αφότου περιόρισαν στο ελάχιστο τα υλικά αγαθά, που σαν χρυσόσκονη απλώνονταν πάνω από τις
διαλυμένες σχέσεις τους, η αλήθεια πρόβαλε γυμνή.
Και τρόμαξαν. Κι έτρεξαν έμφοβοι στην αγορά να ψωνίσουν χριστουγεννιάτικα στολίδια-επιθέματα -για να κουκουλώσουν όπως όπως τραύματα που άρχισαν αναπάντεχα να αιμορραγούν.
Και ρούχα γιορτινά αγόραζαν,αστραφτερά,για να αιστανθούν καλύτερα.Όμως κανένα ρούχο δεν μπορεί να σκεπάσει το ζόφο της ψυχής . Σαν γκριζάρει το βλέμμα, ποτίζει ό,τι βρει μπροστά του με δηλητήριο.
Στην καρδιά της πόλης, μηχανική κινητικότητα.
Σε κάθε γωνιά μουσικές, ελληνικές και ξένες, μπερδεμένες νότες,
Άνθρωποι μέσα σε συντροφιές μάταια έψαχναν να λιγοστέψουν την ασχήμια της ζωής τους και τη σιωπή που φώλιαζε μέσα τους και τους τρόμαζε.
Από συνήθεια και για να μετριάσει τη μοναξιά της βρέθηκε στα πολυσύχναστα μέρη.Καθώς περπατούσε ανόρεχτα μέσα στο πλήθος σκεφτόταν ότι για μια ακόμη φορά είχε υποκύψει στον εθιμοτυπικό καταναγκασμό των ημερών.
Τούτο το σκηνικό με τα πολύχρωμα λαμπάκια που αναβόσβηναν της φαινόταν σαν κακόγουστη υπερπαραγωγή .Κι αυτή η βόλτα έμοιαζε περιπλάνηση χωρίς νόημα.
Ένιωσε να πνίγεται.
Διάλεξε ένα στέκι κάπως απόμερο,με κόσμο λιγοστό.
Καθώς έπινε το ποτό της,ο νους γύρισε στα παιδικά της χρόνια.
Σ' έναν τόπο μικρό ,που όλα τέτοιες μέρες φωτίζονταν από ένα φως αλλιώτικο.Που τα τζάκια των σπιτιών έκαιγαν νύχτα - μέρα και τα σοκάκια μοσχοβολούσαν από κρέας χοιρινό και λουκάνικα κι από γλυκά σιροπιαστά.
Πόρτες διάπλατα ανοιγμένες,καρτερούσαν τα παιδιά να πουν τα κάλαντα.Στο κατώφλι οι νοικοκυρές με κουλούρες αποβραδίς ζυμωμένες, κάστανα μανταρίνια και καρύδια και λίγα κέρματα.
Παντού λαχτάρα και προσμονή για την άγια μέρα που ξημέρωνε.
Ο ήχος της καμπάνας ρυθμικός, καθάριος, ημέρωνε την τρικυμισμένη ψυχή.
Μέσα στην εκκλησιά, ακούγοντας τη λειτουργία, σήκωνες τα μάτια κι αντίκριζες το Θεό.
Κι ύστερα κείνη η σιωπή,που ήταν κατάνυξη κι όχι ο φόβος του κενού.
Αθόρυβα, ταπεινά Χριστούγεννα.
Ζωή αφτιασίδωτη, γαληνεμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου