Δεν ξέρω αν αυτό που με πονάει περισσότερο είναι το ότι μου λείπεις ή το ότι δεν έχω δικαίωμα να σου το πω. Πόσο αδηφάγα μπορεί να γίνει η ανθρώπινη ψυχή έχοντας το ακαταλόγιστο των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων.
Γιατί πώς να ελέγξεις ένα συναίσθημα αλήθεια; Στο όνομα ποιας ωριμότητας να διατάξεις την καρδιά σου να μη νιώθει; Όταν σου λείπει κάποιος που εσύ ο ίδιος προτίμησες να βγάλεις από τη ζωή σου βίαια, είτε επειδή τάραζε όσα θεωρούσες δεδομένα, είτε επειδή αποτέλεσε μέρος διλήμματος κι έπρεπε να διαλέξεις, ο πόνος δεν είναι λιγότερο δυνατός.
Κάνοντας το δικηγόρο του διαβόλου, θα τολμήσω να ισχυριστώ πως σε πολλές περιπτώσεις είναι εξίσου επώδυνο το να αποτελεί επιλογή του εγωισμού σου μια απουσία.
Έχεις ξαφνικά να αντιμετωπίσεις το κενό του ανθρώπου που απομάκρυνες, ενδεχομένως τις τύψεις σου εφόσον έχεις φερθεί παράλληλα σα μαλάκας καθώς και τον ίδιο τον φοβητσιάρη εαυτό σου. Αυτόν που νόμιζες πως είχες αφήσει πίσω σου και ότι δε θα σε ξαναενοχλούσε ποτέ. Να όμως που επέστρεψε κι αποφάσισε πάλι αντί για ‘σενα.
Έχεις να αντιμετωπίσεις το τέρας της αμετάκλητης κατάστασης που εσύ ο ίδιος προκάλεσες και το γεγονός ότι με την αυθαίρετη απόφασή σου πλήγωσες εκτός από ‘σενα κι άλλους ανθρώπους, τους οποίους άντε να πείσεις τελικά πως αγάπησες παρ’όλα αυτά.
Μα είναι κι ο εγωισμός σου. Που παραμονεύει και σου τρίβει στη μούρη άλλη μια νίκη του, μία από αυτές τις λαμπρές που καταφέρνει εναντίον σου κάθε φορά που σου ξεφεύγει απ’ το κλουβί και αποφασίζει να τα κάνει όλα λίμπα.
Για να μην αναφέρω καν εκείνο το κλισέ μα πάντα αμείωτα τυραννικό «what if», ή αν προτιμάτε «τι θα γινόταν αν…».
Ακόμη κι αν είσαι ο μαλάκας της υπόθεσης, λοιπόν, δε σημαίνει ότι βιώνεις λιγότερο έντονα την απώλεια. Δε σημαίνει πως την ώρα που εμφανίζεις στον άλλον τον χειρότερό σου εαυτό δε σκοτώνεις ταυτόχρονα κι ένα δικό σου κομμάτι.
Όχι, δεν προσπαθώ να «χρυσώσω το χάπι» ούτε να δικαιολογήσω τ’ αδικαιολόγητα. Όταν κάποιος κάνει μαλακία ως τέτοια πρέπει να αναγνωρίζεται αυτή και ο ίδιος ν’ αναλαμβάνει τις ευθύνες που αναλογούν στην απόφασή του.
Θέλω όμως να μιλήσω για εκείνες τις στιγμές που ακόμη κι ο φταίχτης αισθάνεται κάθε μη ειπωμένο συναίσθημα να τον πνίγει. Τότε που νιώθει το βάρος της επιλογής του ν’ ανεβαίνει στο λαιμό του σα λυγμός, κυνικός ωστόσο.
Μιας και ξέροντας ο ίδιος πως κανείς δε θα του έδινε το δικαίωμα να πονάει, αυτοσαρκάζεται, σαρκάζει και υψώνει τοίχους γύρω του πάνω στους οποίους αύριο μεθαύριο θα φάει πάλι τα μούτρα του κάποιος αν δεν τους γκρεμίσει εγκαίρως και θα μείνει μόνος του.
Έρχονται στιγμές που όσες απώλειες προκάλεσε στη ζωή του τον επισκέπτονται τα βράδια μία μία και του ζητάν το λόγο. Όχι πια για να δικαιωθούν οι ίδιες, μα γιατί ξέρει πως καθεμιά τους κρατάει ένα κομμάτι του που απαιτεί να επιστρέψει στη θέση του.
Ακόμη, όμως, φοβάται ο μαλάκας εγωιστής και προτιμά να κάθεται στα σκοτάδια παρέα με τα ζόμπι των ερώτων που σκότωσε προσπαθώντας να επαναπαυτεί στη σκέψη ότι είναι πια αργά.
Πότε άραγε θα μάθει; Δεν του αρκεί εκείνος ο πόνος ο οξύς, ο λαθραίος, ο θρασύδειλος κι ανήμπορος να εξωτερικευθεί που κατατρώει τα σωθικά του, για να βάλει επιτέλους μυαλό;
Ώσπου έρχεται μια νύχτα που ο πόνος του πνίγει τον εγωισμό κι ανώνυμα δημιουργεί διόδους έκφρασης για να μην τρελαθεί απέναντι στον εαυτό του. Όπως απόψε…