Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.
Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς – λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.
Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.
Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;
Εἶναι κατάρα ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.
Φώτης Κόντογλου
Σχετικά Άρθρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου