Γιώργος Κεντρωτής:(Ο μεταφραστής των ποιημάτων του Μπρεχτ)Ο Μπρεχτ εμπνέεται από την άμεση, τη σχεδόν χειροπιαστή επικαιρότητα, από αυτήν που δεν έχει ακόμα ξεθυμάνει. Είναι ποίηση της βράσης όπου κολλάει το σίδερο. Επειδή όμως δεν είναι ευκαιριακός ποιητής, παίρνει από την επικαιρότητα ό,τι ξέρει πως θα παραμείνει επίκαιρο και στην πορεία του χρόνου. Ο Μπρεχτ είναι σαν τον Θουκυδίδη: γράφει τον δικό του Πελοποννησιακό Πόλεμο ως ποιητικό κτήμα εσαεί. Γι’ αυτό, όπως και ο Θουκυδίδης, είναι και θα είναι για πάντα επίκαιρος, όντας πια κλασικός. Στα ποιήματά του δεν διαβάζεις απλώς μια «ιστορία» του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αλλά γενικώς την «ιστορία» του κόσμου που έχει ανθρώπους, που έχει πολέμους, που έχει καταπιεστές και καταπιεζόμενους…
Ο Μπρεχτ επέτρεπε τα πάντα στον εαυτό του. Όντας μέγας διαλεκτικός και συνάμα μέγας αμφισβητίας των πάντων, τίποτα το ανθρώπινο δεν του ήταν τόσο ξένο, ώστε να το περιφρονεί ή να το απορρίπτει άνευ ετέρου. Οι λέξεις δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές, ούτε σεμνές ούτε άσεμνες. Μια λέξη μπορεί να είναι πρόσφορη σε ένα ποίημα και εντελώς απρόσφορη σε ένα άλλο. Αυτό ο Μπρεχτ όχι μόνο το ενστερνιζόταν αλλά και το εφάρμοζε στην πράξη. Δούλευε με όλα τα μέσα της ποιητικής, έχοντας στον νου του μόνο τη συναρμογή τους σε ποίημα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η (επίτηδες;) ελλιπής ή σακατεμένη πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού σε συνδυασμό με του καθενός μας τις προσυνειλημμένες εκδοχές της πραγματικότητας μάς φέρνουν προ εκπλήξεων, και βρισκόμαστε στο τέλος να βιώνουμε άχρηστες αμηχανίες. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί, φέρ’ ειπείν, και με το έργο του Γιάννη Ρίτσου…
Για τον Μπρεχτ όλοι οι «τρόποι» και όλα τα «πλαίσια» του λόγου αποτέλεσαν δυνάμει προσφερόμενα μέσα εκφράσεως. Τίποτα δεν περιφρόνησε ποτέ. Οι αγαπημένες του μεταφορές και παρομοιώσεις είχαν να κάνουν με τη φροντίδα του κήπου. Πάντοτε τόνιζε τη σημασία των ωραίων ανθέων, αλλά, ως καλός κηπουρός, ερμήνευε –όπως χαρακτηριστικά έλεγε– αυθεντικά και τη βούληση των αθώων χόρτων και των ζιζανίων. Για τον Μπρεχτ πάνω από όλα ήταν ο κήπος! Η ποίηση ως καθολικός τρόπος εκφράσεως.
«Βαβυλωνιακή Σύγχυση»
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί το επίθετο arm, η πρώτη σημασία του οποίου είναι φτωχός. Έτσι το έχει μεταφράσει και ο Πλωρίτης. Όταν μετέφραζα το ποίημα, αμφιταλαντεύτηκα στην αρχή ανάμεσα στο φουκαράς και στο καημενούλης. Δεν παρουσιάζει τον εαυτό του «φτωχό» ο Μπρεχτ, ούτε ήταν! Γι’ αυτό και απέκλεισα το φουκαράς, διότι η λέξη κουβαλάει αρκετή μιζέρια. Επέλεξα το καημενούλης γιατί ως λέξη μεταδίδει από μόνη της συμπάθεια, και το μετέτρεψα σε καημενάκος, γιατί ως υποκοριστικό είναι περισσότερο –επιτρέψτε μου να πω– θωπευτικό από το καημενούλης. Εννοείται ότι έλαβα υπόψη μου τις γνωστές μεταφράσεις, που τις θεωρώ όλες, τρόπον τινά, δασκάλες μου. Από τα στοιχεία τους που, όπως σωστά επισημαίνετε, έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο, κράτησα μόνο όσα μου ταίριαζαν. Διότι ο μεταφραστής, κινούμενος μέσα στη χρήση της φυσικής του γλώσσας, μεταφράζει με το δικό του ύφος και τον προσωπικό του ρυθμό.
Αν ήταν να επιλέξω ένα ποίημα, θα συνιστούσα ανεπιφύλακτα το «Πότισμα του κήπου»: «Ω πότισμα του κήπου, που ενθαρρύνεις το πράσινο!/ Πότισε τα διψασμένα δέντρα! Δώσ’ τους κι άλλο νερό,/ μην το τσιγκουνεύεσαι! Και μην ξεχάσεις τα χαμόδεντρα,/ ακόμα και τα άκαρπα, τα εξαντλημένα και τα στέρφα!/ Και μη μου παραμελείς και τα ζιζάνια ανάμεσα στα άνθη –/ και λόγου τους διψάνε! Και μην ποτίζεις μόνο/ τα φρέσκα χόρτα ή την ξεζουμισμένη χλόη… –/ και στο γυμνό το χώμα πρέπει εσύ δροσιά να δώσεις!».
Ο Μπρεχτ ήταν γενικός αμφισβητίας. Ήταν παρατηρητής της αέναης ροής των πραγμάτων που πολλές φορές –αν όχι σχεδόν πάντα– σε ξεγελάει και σε κάνει να νομίζεις ότι έχεις προοριστεί να δεις την τελείωση των πάντων. Οι άνθρωποι την έχουν εγγενώς την ανάγκη αυτή: έχουν την ακράδαντη πεποίθηση ότι η αποκατάσταση των πραγμάτων από τη ροή στην ηρεμία θα γίνει επί των ημερών τους… ότι θα είναι και οι ίδιοι εκεί. Την ψευδαίσθηση αυτή ο Μπρεχτ τη θεωρούσε ως το πλέον επικίνδυνο ψεύδος, διότι είναι ο ασφαλέστερος παράγοντας εμπεδώσεως του γενικού εφησυχασμού. Ο Μπρεχτ ήταν οπαδός της ευτυχίας – της ολβιότητας καλύτερα. Τη διεκδικούσε για όλους. Γνώριζε, όμως, πόσο μακρινή είναι και σε ποιους σκολιούς δρόμους σε οδηγεί το κυνήγι της. Αλλά, επειδή πατούσε και με τις δυο του πατούσες στο χώμα, την επαγγέλθηκε εντελώς υλικά στο γήινο ενθάδε. Το «γενικό καλό» ανάγεται στη σφαίρα του ιδεατού και άπιαστου. Η ευτυχία είναι –όπως έγραψε– «να τρως χαρούμενος το κρέας» για να μη βρεθείς μια μέρα πεθαμένος, χωρίς να έχεις γευτεί μια μπουκιά καλό φαΐ. Και τόνιζε χαρακτηριστικά: «δεν είμαι δα κάνας γκουρμέ, είμαι απλώς άνθρωπος». Πηγή: lifo.
Η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας») θα είναι η πρώτη του για να ακολουθήσουν κι άλλες πολλές ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα και ο ίδιος να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς που έχουν υπάρξει. «Ο πόλεμος με ξεσήκωσε», γράφει ο ίδιος. Το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει τον Μπέρτολτ Μπρεχτ… το αποτέλεσμα είναι το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο.
Την ίδια περίοδο η κομουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό. Η συστηματική επαφή του πάντως με τον Κομμουνισμό ξεκινά το 1919.
Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ και ένα χρόνο μετά θα αποκτήσει την πρώτη κόρη, Ανν Χιόμπ. Ένα χρόνο αργότερα θα αρχίσει να φοιτά στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή, όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό και παράλληλα έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο του Βερολίνου. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του και γυναίκα της ζωής του που τόσα χρόνια τον ακολούθησε στην εξορία, Χέλενε Βάιγκελ.
«Αδυναμίες, Καμία δεν είχες, Εγώ είχα μία… Αγάπησα» Μπέρτολτ Μπρεχτ
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου το 1898, στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας από πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα. Περιβάλλον μάλλον πνιγηρό για τον άνθρωπο που θα εξελιχθεί σε κορυφαίο δραματουργό και για πολλούς πατέρα του σύγχρονου θεάτρου. Θα σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και κατόπιν υπηρετεί ως νοσοκόμος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικό κείμενο.
Η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας») θα είναι η πρώτη του για να ακολουθήσουν κι άλλες πολλές ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα και ο ίδιος να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς που έχουν υπάρξει. «Ο πόλεμος με ξεσήκωσε», γράφει ο ίδιος. Το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει τον Μπέρτολτ Μπρεχτ… το αποτέλεσμα είναι το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο.
Την ίδια περίοδο η κομουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό. Η συστηματική επαφή του πάντως με τον Κομμουνισμό ξεκινά το 1919.
Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ και ένα χρόνο μετά θα αποκτήσει την πρώτη κόρη, Ανν Χιόμπ. Ένα χρόνο αργότερα θα αρχίσει να φοιτά στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή, όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό και παράλληλα έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο του Βερολίνου. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του και γυναίκα της ζωής του που τόσα χρόνια τον ακολούθησε στην εξορία, Χέλενε Βάιγκελ.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ο ίδιος διατύπωσε και εφάρμοσε στα έργα του τη θεωρία του «επικού θεάτρου» και εισήγαγε την τεχνική της αποστασιοποίησης υπενθυμίζοντας διαρκώς στον θεατή την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή. Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά. Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι σχοινοβατούν ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε σενάρια που δεν αφήνουν εκτός τη διδαχή και τα μηνύματα.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ – μία «γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου – προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του. Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο.
Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν’ εύκολος. Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις. Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι’ αυτόν. Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρομεροί τον λένε βρομερό. Αυτός είναι ενάντια στη βρομιά και την ηλιθιότητα. Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν. Αλλά εμείς ξέρουμε: Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος. Δεν είναι παραφροσύνη, μα Το τέλος της παραφροσύνης. Δεν είναι χάος Μα η τάξη. Είναι το απλό Που είναι δύσκολο να γίνει. («Εγκώμιο στον κομουνισμό»)
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»(1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία»(1943-45).
Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».
Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε. Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι. Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας σε πέτρα. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται να μάθεις. Έτσι όπως είσαι εσύ μπορείς να μείνεις. Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς, τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς τι έχεις να κάνεις για να πας καλά. Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους («Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε») Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι’ αυτούς που ο καιρός τους ήρθε ποτέ δεν είναι πολύ αργά! Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο! Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή! Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε, εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Ψάξε για σχολείο, άστεγε! Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!(«Εγκώμιο στη μάθηση»)
Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου