Όλοι ξέρουμε τις «Αλκυονίδες ημέρες»,
που εμφανίζονται κάθε χρόνο στη μέση του χειμώνα. Είναι μερικές
ηλιόλουστες μέρες χωρίς σύννεφα και ανέμους στο χρονικό διάστημα από τις
15 Δεκεμβρίου ως τις 15 Φεβρουαρίου. Η ονομασία τους είναι αρχαία
ελληνική και προέρχεται από τον Αριστοτέλη [1].
Τις ημέρες αυτές επικρατεί ηλιοφάνεια, αρκετή ζέστη και σχετική άπνοια
και μέσα στη καρδιά του χειμώνα απολαμβάνουμε μερικές ημέρες
καλοκαιρίας, κατά τη διάρκεια των οποίων η ελάχιστη θερμοκρασία δεν
κατεβαίνει κάτω από τους 4 βαθμούς και η μέγιστη δεν υπερβαίνει τους 14
βαθμούς Κελσίου. Το καιρικό αυτό φαινόμενο παρατηρείται στην Ελλάδα και
στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που όλα τα εξηγούσαν
με μύθους, είχαν πλάσει και γι’ αυτό το αξιοπρόσεκτο φαινόμενο ένα μύθο,
το μύθο της Αλκυόνης.
Ο μύθος της Αλκυόνης
Μια φορά κι έναν καιρό στην αρχαία πόλη Τραχίνα της Θεσσαλικής Φθιώτιδας στους δυτικούς πρόποδες της Οίτης, ήταν βασιλιάς ο Κήυκας.
Ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με όλα τα καλά του κόσμου μαζεμένα πάνω του.
Ήταν νέος, ήταν πλούσιος, ήταν γενναίος, ήταν όμορφος. Και ήταν και
βασιλιάς, μην το ξεχνάμε! Όλα τα κορίτσια της εποχής του ονειρεύονταν να
τον κάνουν άντρα τους. Και εκείνος, όταν αποφάσισε να παντρευτεί,
διάλεξε για γυναίκα του μια πανέμορφη κοπέλα, την Αλκυόνη. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Αλκυόνη ήταν κόρη του Αιόλου, του θεού των ανέμων, και της Ενάρετης.
Παντρεύτηκαν, λοιπόν, ο Κύηκας με την
Αλκυόνη, έγιναν ένα ταιριαστό ζευγάρι και ζούσαν ερωτευμένοι και
ευτυχισμένοι στο βασίλειό τους. Θεοί και θνητοί τους θαύμαζαν για τη
μεγάλη φυσική ομορφιά τους, αλλά και για τη μεγάλη αγάπη που είχε ο ένας
για τον άλλον. Τόση ήταν η αγάπη τους και τόσο ευτυχισμένες ήταν οι
μέρες τους, που σιγά- σιγά άρχισαν να νιώθουν ότι είναι θεοί ή
τουλάχιστον ίσοι με τους θεούς. Ο Κήυκας ένιωθε σαν το βασιλιά των θεών,
το Δία, και η Αλκυόνη σαν τη θεά Ήρα. Δεν
άργησαν μάλιστα να φωνάζουν χαϊδευτικά ο ένας τον άλλο με αυτά ακριβώς
τα ονόματα: Δίας ο Κήυκας, Ήρα η Αλκυόνη. Και το χειρότερο. Έφτασαν να
ζητήσουν και από τους κατοίκους της πόλης να τους φωνάζουν με αυτά τα
ονόματα! [2]
Οι κάτοικοι δεν είχαν πρόβλημα. Καλός
ήταν ο βασιλιάς, καλή και η βασίλισσά τους και τους φώναζαν «Δία» και
«Ήρα». Είχε όμως κάποιος άλλος πρόβλημα: ο ίδιος ο Δίας, ο κανονικός,
που δεν τα σήκωνε αυτά τα πράγματα! Οργίστηκε ο βασιλιάς των θεών και
σκέφτηκε να τους επιβάλλει μεγάλη τιμωρία για την ασέβεια και την
αλαζονεία τους. Και περίμενε την κατάλληλη στιγμή, για να τιμωρήσει το
αγαπημένο ζευγάρι, που τόλμησε να συγκριθεί με τους Θεούς.
Ο Κήυκας είχε κι έναν αδελφό, το
Δαιδαλίωνα, που ήταν σκληρός, βίαιος και πολεμοχαρής. Ο Δαιδαλίων είχε
μια όμορφη κόρη, τη Χιόνη, που τη σκότωσε η Άρτεμις, επειδή καυχήθηκε
ότι ήταν πιο όμορφη από τη θεά [3]. Όταν πέθανε η κόρη του, η Χιόνη,
ο Δαιδαλίωνας δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το χαμό της και αυτοκτόνησε
πέφτοντας από το όρος Παρνασσό. Κατά την πτώση του μάλιστα οι θεοί τον
μεταμόρφωσαν σε γεράκι. Ο Κύηκας ένιωσε μεγάλο πόνο για το χαμό του
αδελφού του και ανησυχούσε από κάποια δυσοίωνα σημάδια, που είχε
παρατηρήσει μετά τον παράξενο θάνατο του αδελφό του. Έτσι, αποφάσισε να
ταξιδέψει προς το μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτεί τον Απόλλωνα.
Καθώς το ταξίδι από τη στεριά ήταν
επικίνδυνο, γιατί υπήρχαν πολλοί ληστές στην περιοχή, αποφάσισε να πάει
στους Δελφούς ακτοπλοϊκώς. Η Αλκυόνη, η οποία φοβόταν τη θάλασσα και
αγαπούσε τον άντρα της, προσπάθησε να τον πείσει να μην κάνει το ταξίδι
ή, τουλάχιστον, να την πάρει μαζί του. Αλλά ο Κύηκας ούτε να
εγκαταλείψει το ταξίδι του ήθελε ούτε να πάρει την Αλκυόνη μαζί του.
Έτσι ξεκίνησε μόνος του, ενώ η Αλκυόνη έκλαιγε απαρηγόρητη και
προσευχόταν στην Ήρα για την ασφάλεια του συζύγου της.
Οι φόβοι και οι προειδοποιήσεις της
Αλκυόνης αποδείχθηκαν αληθινές. Διότι όταν ο Κήυκας έπλεε με το καράβι
του στη θάλασσα, ο Δίας βρήκε την ευκαιρία να τον τιμωρήσει. Έστειλε μια
φοβερή καταιγίδα, τον έζωσε με βροντές και αστραπές και το καράβι του
έγινε κομμάτια. Αβοήθητος μέσα στη φουρτούνα ο Κύηκας παρασύρθηκε από τα
νερά και χάθηκε στο βαθύ πέλαγος. Μόλις που πρόλαβε να προσευχηθεί στα
κύματα να μεταφέρουν το σώμα του στην αγαπημένη του σύζυγο.
Η Αλκυόνη κατά τη διάρκεια της απουσίας
του πήγαινε κάθε μέρα στο ακρογιάλι και τον περίμενε ανήσυχη. Ανώφελα
όμως τον έψαχνε παντού, γιατί ήταν ήδη νεκρός. Και όσο αργούσε να φανεί ο
αγαπημένος της, άρχισε να μοιρολογεί στην ακρογιαλιά και παρακαλούσε
τους Θεούς να την λυπηθούν. Οι μέρες περνούσαν και ο θρήνος δεν
σταματούσε. Τότε ο Δίας λυπήθηκε την Αλκυόνη και παρακάλεσε την Ήρα να
στείλει την Ίριδα ως αγγελιοφόρο των θεών στον Ύπνο και να του πει να
φανερώσει στην Αλκυόνη με ένα όνειρο την αλήθεια για το θάνατο του
συζύγου της. Και ο Ύπνος έστειλε τον γιό του, το Μορφέα, με την μορφή
του Κύηκα, ο οποίος πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι της Αλκυόνης
και της φανέρωσε την αλήθεια.
Μόλις έμαθε η Αλκυόνη το χαμό του Κήυκα,
έσκισε τα μάγουλα και τα ρούχα της, ξερίζωσε τα μαλλιά της και έτρεξε
αμέσως στην ακρογιαλιά να τον βρει, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει πως είχε
πνιγεί. Τρελαμένη η δύστυχη γυναίκα, έτρεχε από δω και από κει στις
έρημες βαλτώδεις εκβολές των ποταμών και μέσα στις πυκνές καλαμιές τους,
για να βρει τον αγαπημένο της Κήυκα. Κάποια στιγμή είδε στη θάλασσα
σπασμένα σανίδια από κάποιο καράβι και κάποια κουρέλια. Τότε κατάλαβε
και άρχισε να κλαίει πάνω στο βράχο. Πέρασε η μέρα, έφθασε η νύχτα,
ξημέρωσε το επόμενο πρωί κι ήρθε η επόμενη νύχτα. Και σαν αυτές, ήρθαν
μέρες και νύχτες πολλές, μα η Αλκυόνη δε σταματούσε το κλάμα.
Ο Δίας την πόνεσε. Στενοχωρήθηκε για τον καημό της και τη μεταμόρφωσε σε πουλί,
για να τελειώσει το κλάμα, τον πόνο και το μαρτύριο της και να μπορεί
να ψάχνει στις ακρογιαλιές και στις θάλασσες για να βρει τον αγαπημένο
της. Η Αλκυόνη από τότε μεταμορφωμένη σε ψαροπούλι ζει κοντά στη θάλασσα
και κοιτά διαρκώς τα νερά της μήπως και εμφανιστεί πάνω σε κάποιο
αφρισμένο κύμα ο αγαπημένος της Κήυκας [4].
Ακόμα και τότε όμως η δυστυχία δεν την
εγκατέλειψε. Γιατί, αντίθετα από τ’ άλλα πουλιά που γεννούν και κλωσούν
τ’ αυγά τους την άνοιξη, η Αλκυόνη γεννούσε τα αυγά της μέσα στο
καταχείμωνο κάθε Γενάρη πάνω στους βράχους των ακροθαλασσιών. Ο άγριος
χειμώνας του Γενάρη και τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας κατέστρεφαν τη
φωλιά της και έσπαγαν τα αυγά της. Η Αλκυόνη έβαζε τα αυγά της στις
σχισμές των βράχων. Όταν όμως μετά την επώαση έβγαιναν τα νεογέννητα
πουλάκια της, τα ορμητικά κύματα τα άρπαζαν και χάνονταν στη θάλασσα,
κάνοντάς την να κλαίει σπαραχτικά. Ο Δίας τη λυπήθηκε ξανά και πήρε την
απόφαση για 10-15 μέρες μέσα στο καταχείμωνο να καταλαγιάζουν οι άνεμοι,
να ηρεμεί η θάλασσα, να λάμπει ο ήλιος και να ζεσταίνει ο καιρός, ώστε
να μπορεί η Αλκυόνη να κλωσάει τα αβγά της και τα πουλάκια της να
μπορέσουν να πετάξουν. Τούτες οι μέρες πήραν το όνομά της κι Αλκυονίδες
τις λένε εκατοντάδες χρόνια οι Έλληνες
Αλκυών: ένα αποδημητικό πουλί
Η Αλκυόνη (στα αρχαία ελληνικά Αλκυών) είναι το λεγόμενο ψαροπούλι ή θαλασσοπούλι ή μπιρμπίλι της θάλασσας,
μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος.
Το σώμα της είναι μικρό και φτάνει τα 18 εκατοστά μήκος. Έχει κοντά και
λεπτά πόδια και δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το σώμα κεφάλι με δυνατό
και αιχμηρό ράμφος. Η ονομασία «Αλκυών» κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται
απ’ την παραθαλάσσια φωλιά, στην οποία κυοφορεί (αλς=θάλασσα &
κύω=κυοφορώ). Είναι κόρη του Αιόλου(αιόλος=ορμητικός), που ήταν ο θεός
των ανέμων και της Αιγιάλης (αιγιαλός=παραλία).
Παρά το κακόσχημο μέγεθός της η Αλκυόνη
είναι αναμφίβολα ένα πολύ εντυπωσιακό πουλί, ίσως το πιο χαρακτηριστικό
πουλί του τόπου μας. Με το εκθαμβωτικό μεταλλικό γαλάζιο στο πάνω μέρος
φτέρωμά της, μια πορτοκαλοκόκκινη λωρίδα στο στήθος και μια λευκή κηλίδα
στο λαιμό δημιουργεί μοναδικό θέαμα. Ένας μεσαιωνικός μύθος της Βόρειας
Ευρώπης λέει ότι το χρώμα της Αλκυόνης ήταν στην αρχή γκρίζο. Αλλά,
όταν έγινε ο βιβλικός κατακλυσμός, πέταξε ψηλά στον ουρανό, για να
παρατηρήσει τα νερά, και πετώντας τόσο κοντά στις ακτίνες του ήλιου το
στήθος της τσουρουφλίστηκε και έγινε κόκκινο, ενώ η ράχη της έγινε μπλε
από το χρώμα του ουρανού.
Ζει και αναπαράγεται σε
περιοχές με ρυάκια με γλυκό νερό και βλάστηση, σε πυκνόφυτες όχθες
ποταμών, λιμνών, ιχθυοτροφείων και σε βραχώδεις ή θαμνώδεις ακτές των
θαλασσών. Τρέφεται με ψάρια και γι’ αυτό το κρέας της δεν είναι νόστιμο.
Αντίθετα όμως το πτέρωμά της είναι περιζήτητο για στολισμούς γυναικείων
ενδυμάτων και καπέλων. Όταν βλέπει κάποιος μια Αλκυόνη να φτερουγίζει
πάνω από το νερό, τον εντυπωσιάζουν τα φωτεινά χρώματά της. Ωστόσο, παρά
τα χρώματά της, δε διακρίνεται εύκολα στο φυσικό της περιβάλλον, αλλά
κάνει αισθητή την παρουσία της με τη φωνή της, ένα διαπεραστικό «ζεεε» [5].
Μπορεί να κάθεται ακίνητη ώρες στις άκρες
λιμνών ή ποταμών πάνω σε ένα καλάμι ή βραχάκι. Μόλις θα δει κάποιο ψάρι
κοντά στην επιφάνεια του νερού, ορμά κάθετα με τα φτερά της διπλωμένα.
Αστραπιαία, με το μυτερό και δυνατό της ράμφος, το αρπάζει και σε
κλάσματα του δευτερολέπτου έχει βγει από το νερό. Το γρήγορο, ίσιο και
χαμηλό πέταγμά της πάνω από το νερό, δίνει την εντύπωση γαλάζιου βέλους
που σχίζει τον αέρα! Πολλές φορές πριν βουτήξει για να αρπάξει
εντυπωσιακά τη λεία της, φτερουγίζει επιτόπου το ίδιο εντυπωσιακά!
Είναι υδρόβιο αποδημητικό πτηνό.
Τα περισσότερα μεταναστευτικά πουλιά φεύγουν ομαδικά από τους τόπους
αναπαραγωγής τους το φθινόπωρο, για να περάσουν το χειμώνα σε εύκρατα
κλίματα της Αφρικής. Μετά το Φεβρουάριο επιστρέφουν ξανά στην Ευρώπη,
για να ζευγαρώσουν, να φτιάξουν τις φωλιές τους, να μεγαλώσουν τα μικρά
τους και να αναχωρήσουν εκ νέου. Η Αλκυόνη, αν και αποδημητικό πουλί,
ακολουθεί ένα δικό της, ιδιόμορφο, δρομολόγιο. Μας έρχεται στο τέλος του
καλοκαιριού και μας αποχαιρετά μόλις καλοσυνέψει ο καιρός κατά τις
αρχές του Μάρτη.
Τα πουλιά αυτά ζουν σε ζευγάρια και, όταν
το αρσενικό πάθει κάτι , το θηλυκό δίνει τέλος στη ζωή του. Η Αλκυόνα
δεν εγκαταλείπει ποτέ το ταίρι της. Με τη συζυγική πίστη των Αλκυόνων
ασχολήθηκε ο Πλούταρχος που αφηγείται ότι, αν ο σύζυγος
της Αλκυόνης γεράσει και δεν μπορεί να πετάξει, τότε η θηλυκή Αλκυόνη
τον παίρνει στους ώμους της και τον φέρνει πάντοτε μαζί της, τον ταΐζει
και τον περιποιείται ως το θάνατο. Αυτό είναι αγάπη! [6]
Χιλιάδες αλκυόνες ζουν στην Αλκυονίδα Θάλασσα, στο
ανατολικό άκρο του Κορινθιακού κόλπου, όπου υπάρχουν οι Αλκυονίδες
Νήσοι, ένα νησιωτικό σύμπλεγμα με τέσσερα νησιά: τη Ζωοδόχο Πηγή, το
Δασκαλειό, το Γλαρονήσι και το Πρασονήσι. Τα νησιά αυτά ονομάστηκαν
Αλκυονίδες, γιατί στα βράχια τους κλωσά τα αυγά της η Αλκυόνη, το
ψαροπούλι στη γλώσσα των νησιωτών, που εξακολουθεί και σήμερα να είναι
σύμβολο της χειμωνιάτικης ηλιόλουστης διακοπής του άγριου καιρού και σε
πολλά μέρη θεωρούν πως φέρνει καλοτυχία. Συμβολίζει τη γαλήνη, την
προστασία και παύει τη θαλασσοταραχή.
Οι αλκυόνες γεννούν τ΄αυγά τους το
χειμώνα και για να τα κλωσήσουν ο καιρός πρέπει να είναι πολύ καλός και
να μη φυσούν άνεμοι. Ο μύθος λέει ότι ο Αίολος εκείνες τις μέρες δεν
αφήνει τους ανέμους να φυσήξουν, για να μπορούν τα πουλιά να φροντίζουν
τα αυγά τους. Οι ηλιόλουστες και ανοιξιάτικες αυτές ημέρες μέσα στην
καρδιά του χειμώνα είναι οι γνωστές μας « Αλκυονίδες μέρες».
Αλκυονίδες ημέρες- η επιστημονική εξήγηση
Η ωραία και ποιητική ερμηνεία, που δόθηκε
από τον πανάρχαιο ελληνικό μύθο για την καλοκαιρινή παρεμβολή μέσα στην
καρδιά του χειμώνα, δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με τη σημερινή επιστημονική εξήγηση
αυτού του φαινομένου. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν παρατηρήσει τις λίγες
μέρες καλοκαιρίας που παρουσιάζονται το χειμώνα. Δεν είχαν όμως
επιστημονικά μέσα και δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν τα παράξενα φυσικά
φαινόμενα, που παρατηρούσαν γύρω τους. Έτσι έπλαθαν μύθους δίνοντας τη
δική τους ερμηνεία στα διάφορα φυσικά φαινόμενα. Αυτό συμβαίνει και με
το μύθο της Αλκυόνης. Κατά καιρούς πολλοί προσπάθησαν να ερμηνεύσουν
αυτό το φαινόμενο εκφράζοντας ο καθένας την άποψή του. Ο Αριστοτέλης
στο σύγγραμμά του «Περί ζώων ιστορίαι» γραμμένο περί το 350 π.χ.
αναφέρει ότι οι ημέρες αυτές εμφανίζονται εφτά ημέρες πριν και εφτά
ημέρες μετά τη χειμερινή τροπή, αλλά τονίζει ότι στον ελληνικό χώρο δεν
παρατηρούνται πάντα αλκυονίδες ημέρες [7]. Ο Λουκιανός
γράφει πως τις ημέρες που γεννά η Αλκυόνη τα αυγά της ο ουρανός δεν
έχει σύννεφα, η θάλασσα δεν έχει κύματα και το πέλαγος είναι τόσο ήρεμο,
που μοιάζει με καθρέφτη [8]. Ο Αιλιανός στο έργο του
«Περί ζώων ιδιότητες» μας πληροφορεί ότι όταν η Αλκυόνη κλωσάει τα αυγά
της γαληνεύουν τα πελάγη και σταματούν οι άνεμοι στη μέση του χειμώνα.
Όπως και να ‘χει η αγάπη τους παρέμεινε στην ιστορία και τούτες οι μέρες
ηλιοφάνειας μες στο καταχείμωνο ακόμη και σήμερα λέγονται Αλκυονίδες
προς τιμήν της… [9].
Από την πλευρά της επιστήμης
όμως η ερμηνεία του φαινομένου είναι τελείως διαφορετική. Η
μετεωρολογία εξηγεί την καλοκαιρία των αλκυονίδων ημερών από το γεγονός
ότι στο γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας και μέχρι το γεωγραφικό πλάτος της
βορειοανατολικής Ευρώπης την περίοδο αυτή του χειμώνα παρατηρείται η
ίδια βαρομετρική πίεση (εξίσωση πίεσης) , που «παγιδεύει» θερμές μάζες
της ατμόσφαιρας στο ίδιο σημείο για πολλές ημέρες, με αποτέλεσμα να μη
δημιουργούνται άνεμοι και ο καιρός να είναι λίγο ή καθόλου ψυχρός, αλλά
και ηλιόλουστος, λόγω του αντικυκλώνα που δημιουργείται. Αντικυκλώνας
ονομάζεται η περίπτωση που στην ανώτερη ατμόσφαιρα μιας μεγάλης
περιοχής, π.χ. στα Βαλκάνια ή στην Κεντρική Ευρώπη, ο αέρας από ψηλά
αρχίζει να κατεβαίνει προς την επιφάνεια της γης με αργές καθοδικές
κινήσεις. Επειδή ο αέρας χαμηλά συμπιέζεται από την ατμοσφαιρική πίεση, η
θερμοκρασία του ανεβαίνει και δεν μπορεί να γίνει υγροποίηση των
υδρατμών, άρα νέφωση και βροχή. Έτσι, ο ουρανός είναι αίθριος με
ηλιοφάνεια [10].
Με την επιστημονική εξήγηση του
φαινομένου διαπιστώνουμε ότι η κάθε πλευρά στηρίζεται σε διαφορετικά
επιχειρήματα και δεδομένα. Η επιστήμη βασίζεται στην έρευνα, την
παρατήρηση και τη γνώση των φυσικών φαινομένων και μιλάει για εξίσωση
των βαρομετρικών πιέσεων μεταξύ της νοτίου και βορείου Ευρώπης. Ο μύθος
δίνει μια ρομαντική ερμηνεία των «ανεξήγητων» για την εποχή φαινομένων
και μιλάει για έρωτα, στοργή, τρυφερότητα και απέραντη συζυγική αγάπη
και πίστη. Το μόνο κοινό σημείο μεταξύ μύθου και επιστήμης είναι η
διαπίστωση του διαστήματος καλοκαιρίας, που επικρατεί κατά τη διάρκεια
των αλκυονίδων ημερών.
Στη νεώτερη Ελλάδα στα παράλια και
ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου επέζησε μέσα στους αιώνες η αρχαία
παράδοση, που σχέτιζε τις καλές αυτές ηµέρες του χειµώνα µε τα πουλιά.
Μια γραπτή παρουσία του περασµένου αιώνα από την Πάτµο τις ονοµάζει «µέρες των πουλιών» και
διηγείται πως τα γλαρόνια, που στην περιοχή αυτή ονοµάζονται αλκυόνες,
παρακάλεσαν κάποτε το θεό να προστατέψει τις φωλιές τους από την
τρικυµία. Ο θεός άκουσε τις παρακλήσεις τους και από τότε χαρίζει λίγες
ηµέρες καλοσύνης µέσα στο χειµώνα µέχρι να επωάσουν τ’ αυγά τους.
Οι νεώτεροι Έλληνες ναυτικοί
μάλιστα είχαν παρατηρήσει δύο περιόδους θαλασσινής γαλήνης: Η μία
συμπίπτει με το βυζαντινό «μικρόν καλοκαίριον» του Οκτώβρη και λέγεται
«Αη-Δημητριάτικο καλοκαιράκι» και η άλλη με τις αλκυονίδες ημέρες του
Γενάρη και λέγεται «Μποννάτος του Αι Θύμιου» από τη μνήμη του Άγιου
Ευθυμίου, που γιορτάζεται στις 20 Ιανουαρίου. Από την καλοκαιρία αυτή
του χειμώνα επωφελούνται περισσότερο από την αλκυόνη οι θαλασσινοί, οι
οποίοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια από τα τέλη Νοεμβρίου εξαιτίας της
κακοκαιρίας. Έτσι μετά τα Φώτα και τον αγιασμό των νερών η θάλασσα
καταλαγιάζει και οι ναυτικοί επιχειρούν τα πρώτα ταξίδια της νέας
χρονιάς.
Οι Αλκυονίδες Μέρες ως μήνυμα αισιοδοξίας
Αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τις
Αλκυονίδες Μέρες μεταφορικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι συμβολίζουν
την ελπίδα και μεταφέρουν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η φύση μας δείχνει ότι
όλα είναι μια εναλλαγή καταστάσεων καλών και κακών. Από την κακοκαιρία
περνάμε σε καλοκαιρία, από τον ήλιο στη βροχή και από το χειμώνα στο
καλοκαίρι. Το ίδιο συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Από την αποτυχία
περνάμε στην επιτυχία, από τη χαρά στη λύπη, από τη ζωή στο θάνατο. Αν
δούμε τις Αλκυονίδες Μέρες συμβολικά, μας δείχνουν ότι ζούμε σε ένα
θαύμα που ονομάζουμε «ζωή» και μας μεταφέρουν ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα:
Ακόμα και στη «βαρυχειμωνιά» θα υπάρχουν περιστάσεις που θα μας δίνουν
δύναμη και θάρρος, όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, ώστε αισιόδοξοι
πια να περιμένουμε την «καλοκαιρία» και τον ερχομό της «άνοιξης»,
κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ακόμα και στις πιο δύσκολες περιστάσεις της
ζωής μας, υπάρχει μέσα μας δύναμη και θάρρος να ξεπερνάμε τις δύσκολες
στιγμές και πάντα να περιμένουμε με αισιοδοξία το καλύτερο.
Γι αυτό και σε πολλά μέρη θεωρούν την
Αλκυόνη πουλί που φέρνει γούρι. Οι έμποροι την κρατούν βαλσαμωμένη στα
μαγαζιά τους για ν’ αυξήσουν τα πλούτη τους. Οι καταστηματάρχες για να
αυξήσουν τους πελάτες τους. Οι φιλάργυροι τη διατηρούν για να τους φέρει
πολλά πλούτη. Οι χωρικοί για να μην πέφτει αστροπελέκι στο σπίτι τους.
Και όταν έβλεπαν τα πουλιά αυτά να πετούν κοπαδιαστά μέσα στην
κακοκαιρία, θεωρούσαν σίγουρη την αλλαγή του καιρού προς το καλύτερο.
Αλέξης Τότσικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου