Ο πάππους μου δε μίλαε πολύ. Βασικά, δε μίλαε καθόλου. Η μάνα μου έλεε πως ο πάππους μου καθότανε όλη μέρα σα ξόανο. Όταν ήμουνα πιο μικρός, νόμιζα πως δε μας συμπαθεί. Τώρα όμως που μεγάλωσα λίγο, δεν είμαι και τόσο σίγουρος.
Ο πάππους μου γεννήθηκε το 1898. Πολέμησε στη Μικρά Ασία και έφτασε ως το Σαγγάρειο ποταμό. Όταν επέστρεψε, άνοιξε στη Χώρα μια κρασοταβέρνα.
Ήτανε από τα πρώτα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος στην Κέρκυρα, και ίδρυσε την οργάνωση των κομμουνιστών στο χωριό. Ο Μεταξάς τονε φυλάκισε και δεν έμαθα τι γίνηκε στη φυλακή, αλλά όταν ο πάππους μου βγήκε κούτσαινε για την υπόλοιπη ζωή του.
Μετά, όταν ήρθαν οι Ιταλοί, έφυγε στα βουνά γύρω από το χωριό. Ο μπάρμπας μου λέει πως ίσως και να ’τανε καλύτερα στα βουνά, γιατί οι Ιταλοί μπουκάριζαν μες στη νύχτα στο σπίτι και τονε ψάχνανε, άσε που το κρατητήριο ήταν πάνω από την κουζίνα και όταν χτυπούσανε κανένανε, αυτός βογγούσε και δεν μπορούσανε να κοιμηθούνε. Ο πατέρας μου, παιδί τότε, πήαινε του πάππου μου μυνήματα από τον αρχηγό κρυμμένα στο βρακί του.
Πιο μετά, στον εμφύλιο, δεν ξέρω τι έκαμε ο πάππους μου. Πάντως, χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου σπούδαζε στη Ρώμη, η αστυνομία δεν του σφράγιζε το διαβατήριο να πάει να τελειώσει τις σπουδές του, και ο πάππους μου υπέγραψε λέει «δήλωση μετανοίας».
Λένε πως από τότε δε μίλαε πολύ, και από όταν πέθανε και η γυναίκα του και ήρθε να ζήσει μαζί μας, δε μίλαε πια καθόλου. Ο πατέρας μου έλεε πως δε μίλαε γιατί ήταν κουρασμένος, όμως έχω μια θειά που μου διηγήθηκε μιαν άλλη ιστορία.
Πριν γίνουν λέει όλα αυτά, όταν ο πάππους μου ήτανε είκοσι χρονώ, ήταν ερωτευμένος με μια κοπέλα από τις πέντε πλούσιες φαμίλιες του χωριού.
Τις προάλλες εγώ βρήκα κάτι παλιά γράμματα στο πατάρι, και διάβασα ότι η κοπέλα, Ιουστίνα τηνε λέανε, πήαινε στον πάππου μου στην πίσω κάμαρη του σπιτιού του, αλλά δε βρήκα τι έκαμναν εκεί. Ήταν, λέει, τόσο μεγάλος αυτός ο έρωτας, που το χωριό, κι ας ήξερε, δε κουτσομπόλευε. Και τα βράδια οι συχωριανοί σκεφτόντουσαν το ζευγάρι και στέναζαν.
Μια μέρα ο πάππους μου πήε στο αρχοντικό της κοπέλας και τηνε ζήτησε. Όμως δεν του τηνε δώκανε, γιατί ήτανε λέει πλέμπα και δεν έκαμε για γαμπρός τους. Μετά αρχίσανε και οι περιπέτειές του, ο πάππους μου έλειψε από το χωριό και το θέμα ξεχάστηκε.
Όταν όμως αργότερα δούλευε την κρασοταβέρνα στη Χώρα, η Ιουστίνα αρρώστησε πολύ, μάλλον από φυματίωση. Ήτανε του θανατά και ζήτησε, τελευταία της επιθυμία, να πάει ο πάππους μου να τηνε δει. Όμως ο πάππους μου δεν πήε, ξήγηση δεν έδωκε, κι η Ιουστίνα λίγες μέρες μετά απόθανε.
Τότε όλοι ξέρανε ότι ο πάππους μου δεν την είχε αγαπήσει στ’ αλήθεια την Ιουστίνα, γιατί ήτανε σκληρός, και δεν πήε να τηνε δει για γδίκηση.
Αλλά εγώ δεν είμαι σίγουρος. Γιατί μετά, ο πάππους μου παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, αλλά είχανε πρώτα συμφωνήσει και το κορίτσι που κάμανε το ’παν Ιουστίνα, και μέχρι τότε το σόι μας άλλη Ιουστίνα δεν είχε. Δε ξέρω πώς της φαινότανε της γιαγιάς μου να φωνάζει τη θυγατέρα της Ιουστίνα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Ξέρω όμως, τώρα που είμαι δεκαπέντε χρονώ κι έχω ερωτευτεί κι εγώ, πως σαν ήθελε κείνη η Ιουστίνα, θα ’χανε κλεφτεί με τον πάππου μου. Αλλά δε θέλησε.
Σ’ όλη του τη ζωή ο πάππους μου κουβανούσε μέσα του αυτή την ιστορία. Κι όμως, τη γυναίκα που παντρεύτηκε τελικά την αγάπησε, όσο μπορούσε. Το ξέρω, γιατί όταν ήμουν μικρός και η γιαγιά πολύ άρρωστη, κείνος της καθάριζε τα σκατά και ο πατέρας μου τονε ρώτησε πώς μπορεί και το κάνει, και ο πάππους μου σταμάτησε τη δουλειά, τονε κοίταξε, και του ’πε «αλίμονο στον άντρα που δε δέχεται τη μοίρα του».
Βεβαια, ο μπάρμπας μου λέει πως άμα του ’χανε δώκει του πάππου την Ιουστίνα, αυτός θα ’χε κάμει περιουσία και θα ’χε γίνει δεξιός, αλλά από τους καλούς.
Αν πάλι η Ιουστίνα κλεβότανε μαζί του, μπορεί και να μη γινότανε τίποτα, γιατί η Ιουστίνα θε να του ’λεγε να σοβαρευτεί, ν’ αφήκει τα πολιτικά και να κοιτάξει τη φαμίλια του. Ο μπάρμπας μου λέει πως ο πάππους μου γίνηκε αριστερός γιατί δε του δώκανε την Ιουστίνα.
Εγώ δε ξέρω να πω αν ο μπάρμπας έχει δίκιο. Την αλήθεια μάλλον δε την ήξερε ούτε κι ο πάππους μου ο ίδιος, γιατί με αγαπούσε, κι αν νόμιζε πως όλα αυτά βγάνουνε νόημα, θα μου το ’λεε να μάθω. Αλλά σας είπα, ο πάππους μου δε μίλαε ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Ζ.
Πηγή: https://sanejoker.info/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου