Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Η αποκριά ... αγαπημένο θέμα του Σουρή

Η αποκριά ήταν αγαπημένο θέμα του Σουρή, ο οποίος κάθε χρονιά γέμιζε τις σελίδες της τετρασέλιδης, σατιρικής εφημερίδας του (Ο Ρωμηός) με στίχους, που είτε σατίριζαν την επικαιρότητα της εποχής στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης μασκαράτας είτε καυτηρίαζαν τις συμπεριφορές του Έλληνα, που παραδινόταν στο μεθύσι των εορτασμών.
Κάποιες στροφές που δημοσιεύτηκαν - ανάμεσα σ' άλλες - στο Ρωμηό στις 27.01.1901.

Είσοδος του μεγάλου μασκαρο-Καρνάβαλου
Περιούσιε λαέ μου, που προς χάριν μου βροντάς,
θεονήστικος χορεύεις, θεονήστικος γλεντάς.
Δείχνεις πάλι τόσο κέφι...
πού στο διάβολο το βρίσκεις!...
ο λιμός σε καλοτρέφει
κι έχεις μάγουλα παιδίσκης.

Περιούσιε λαέ μου, την κακή μου, την κακή σου...
κάθε τόσο τσαμπουνάς
πως λιμώττεις και πεινάς,
κι όμως δίνεις για τα γλέντια και το τρύπιο το βρακί σου.

Περιούσιε λαέ μου, λες πως πάσχεις ολοένα,
κι όμως χάνεσαι για μένα, 
κι ενώ σκούζεις κουρελής,
με γενναίας προσφοράς
και μ' εράνους δαψιλείς
βγαίνεις πρώτος μασκαράς.

Ω λαέ των κωφαλάλων,
που συχνά παραπονείσαι,
μόνο για των Καρναβάλων
τους θριάμβους συγκινείσαι.

Ξεφωνίζεις πως σε ρεύουν, πως των φόρων σ' έχουν σκλάβο,
μα πού βρίσκεις τους παράδες
για να κάνεις μασκαράδες
δεν μπορώ να καταλάβω.

Βέβαια, ο Σουρής εμπνεόταν από την Αποκριά και πριν ακόμη αρχίσει να εκδίδει την εφημερίδα του. Οι παρακάτω στοίχοι προέρχονται από ποιήμά του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μη Χάνεσαι στις 3 Φεβρουαρίου 1882. Ο ποιητής ήταν πολύ αυστηρός με τους συγχρόνους του - περισσότερο απ' ό,τι στο προηγούμενο ποίημα - εκπέμποντας μάλλον μια αποστροφή για τα καρναβαλικά έθιμα.


ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
Τι θέλει ο λαός αυτός ο αποβλακωμένος,
που μασκαράς ξεκάλτσωτος εβγήκε στο σεργιάνι,
κι εδώ κι εκείθε πιλαλά καταμουντζουρωμένος;
Δεν θέλει τίποτα, καλό μουντζούρωμα του φθάνει
Μουντζούρα για τη μούρη του και άλλο δεν γυρεύει,
ο ίδιος μασκαρεύεται αντί να μασκαρεύει.

Ποτέ τους Κυβερνήτας του δεν θέλει να πειράξει,
κι αν κάποτε με τ' όνομα του κλέφτη τους στολίζει,
όμως ως κάτω χαιρετά του κλέφτη το αμάξι,
και με τα δυο του γόνατα εμπρός του γονατίζει.
Έπειτα ο κυρίαρχος έχει κι αυτή τη χάρη,
να τρέμει για τη φυλακή, να φεύγει το στιλιάρι.

Μπορεί να μουντζουρώνεται με τιγανιού μουντζούρα,
να γίνεται και γάδαρος, να σέρνεται, να σέρνει,
αλλ' όχι να φορεί ποτέ και άρχοντος φιγούρα....
δεν αγαπά να δέρνεται, δεν αγαπά να δέρνει.
Αφού αφήνει φανερά καθένας να τον κλέβει,
τι θα κερδίσει τάχατε και αν τους μασκαρεύει;

Για δέτε τι ξεκάλτσωτοι, για δέτε τι μουντζούρα!
για δέτε κι έναν απ' εδώ με μια κοντή βελάδα,
για δέτε κι άλλον απ' εκεί με ψεύτικη καμπούρα...
Μπορεί κανείς να μη γελά σε τόση εξυπνάδα;
Γελά ο τάδε κύριος κι η δείνα η κυρία,
μα ξεκαρδίζομαι κι εγώ από την... αηδία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου