Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Κωστής Παλαμάς.


Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.
Κ.Παλαμάς
Σαν σήμερα 27 Φεβρουαρίου έφυγε από τη ζωή ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Ιωάννα Τσάτσου
«Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός», γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου.
Μενέλαος Λουντέμης "Ο εξάγγελος"
( Του Δημήτρη Δαμασκηνού* "Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας...Λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη)
(Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη 'Ο Εξάγγελος', που μιλά ο συγγραφέας για τον Αγγελο Σικελιανό. Περιγράφει πώς έζησαν εκείνη τη μέρα οι ίδιοι.Στον πρώτο διάλογο, μιλά ο Σικελιανός με το Λουντέμη - η Αννούλα, είναι η γυναίκα του Σικελιανού, και η Ναυσικά η κόρη του Παλαμά).
Ηχήστε οι σάλπιγγες..!
 -Πεθαίνει ο Παλαμάς. Ναι... μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα. Εστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ’κανα; (…)
Ηθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που... νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του.
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Ετσι -εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο- για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ενας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. (…)
Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε; Αλλά... τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Οχι. Σταματούν.
Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί. (...)
Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί-πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του "Αετού". Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. (...)
Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά:
- Κύριοι!!.. είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!... Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει "μυστικά").
Αφρισα.
- Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ό ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει.
Ηταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.
- Ξεκινάτε από 'αλλότριους' σκοπούς... είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο.
- Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!... Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.
Ετσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;
Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια... Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
Είναι αδύνατο -και τώρα- να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή
-σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την "κόψη του σπαθιού την τρομερή", έσκισε την πένθιμη σιωπή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.
Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί...
Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν... Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Ε λ λ η ν α ς Ποιητής:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βιά μετράει τη γη...
Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Υμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου