Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

29 Φλεβάρη - 1 Μάρτη 1948. Η μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο



Ο ανδριάντας-μνημείο τού κάποτε κρατούμενου (νεολαίος τότε) Γρηγόρη Ριζόπουλου, όρθιος με την πέτρα στον ώμο και τη γροθιά σηκωμένη, ατενίζει πέρα από τη θάλασσα. «Μη μας ξεχνάτε -φωνάζει-, αν χαθεί η μνήμη, χάνεται ο άνθρωπος»

Πολλά έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για τη Μακρόνησο. Το γεγονός της σφαγής 300 περίπου άοπλων ανθρώπων, το επίσημο κράτος μέχρι σήμερα το αποκρύπτει. Δεν τολμά να δώσει τα επίσημα στοιχεία από τα αρχεία του για τη Μακρόνησο, για το έγκλημα της σφαγής και τον τόπο ταφής των νεκρών . Η πολιτεία και η Δικαιοσύνη συνεχίζουν επί 70 κοντά χρόνια να μην τολμούν και να μη θέλουν, έστω και για την ιστορική αλήθεια, να φωτίσουν το φάκελο Μακρόνησος. Για το έγκλημα αυτό οι πάντες σιώπησαν και σιωπούν.

Η δημιουργία του στρατοπέδου

Η Μακρόνησος, το άγονο αυτό νησί των 15 τετραγωνικών χλμ. αναγορεύτηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με εισήγηση του ΓΕΣ προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19/2/47. Η εισήγηση εγκρίθηκε στις 3/4/47 και οι πρώτοι σκαπανείς αριστεροί στρατιώτες δίχως όπλα έφτασαν στη Μακρόνησο στις 26/5/47. Η Μακρόνησος λειτούργησε ως το 1958 με τρόπο που να «ντρέπεται ο ήλιος ως διαβαίνει απ” το νησί, τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν” αντικρίζει» Ο Υπουργός Εσωτερικών που άνοιξε την Μακρόνησο ήταν ο Στράτος .Το κολαστήρι χαιρέτησαν με ενθουσιασμό πολιτικοί της εποχής, Τσάτσος «Αναρρωτήριο ψυχών… Συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού… Εθνική κολυμβήθρα… Νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Π. Κανελλόπουλος «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». Ο σκοπός του στρατοπέδου, δεν ήταν άλλος από τη συγκέντρωση των κομμουνιστών, αριστερών και προοδευτικών νέων με στόχο την αναμόρφωσή τους σε εθνικόφρονες πολίτες και πειθήνια όργανα του καθεστώτος. Παράλληλα, η Μακρόνησος θα λειτουργούσε και ως χώρος συγκέντρωσης των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα των πιο επικίνδυνων για το καθεστώς, με πρώτη προτεραιότητα αυτούς που κρατούνταν σε φυλακές οι οποίες βρίσκονταν κοντά στις εμπόλεμες περιοχές. Η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου ήταν η BXI Διεύθυνση του ΓΕΣ, τα ίχνη της οποίας έχουν επιμελώς σβηστεί από τα στρατιωτικά αρχεία. Το εν λόγω στρατόπεδο φτιάχτηκε με τη βοήθεια και καθ’ υπόδειξη του «συμμαχικού» παράγοντα, δηλαδή των Αμερικανών και των Βρετανών. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ενώ έχουν περάσει από τότε 70 σχεδόν χρόνια και το ουσιώδες αρχειακό υλικό που συνόδευε τη ζωή του στρατοπέδου παραμένει επτασφράγιστο.

Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας. Ήταν ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης .Ήταν μια μελετημένη καταπιεστική και ψυχολογική μάχη που δινόταν καθημερινά ενάντια στη συνείδηση και αξιοπρέπεια όλων, ενάντια στην αντοχή του ανθρώπου. Ένα σύστημα «αναμόρφωσης» για όλα τ” αγύριστα κεφάλια, προκειμένου ν” αναβαπτιστούν και ν” αλλάξουν τα φρονήματά τους, τις ιδέες τους, τα ιδανικά τους.

Η μεγάλη σφαγή Ήταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν. Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ” οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ” ότι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.


Έτσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη. Όταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ” ολόκληρο το στρατόπεδο. Τι έμελλε να επακολουθήσει; Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά. Στις 9 η ώρα το πρωί στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα:«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα:«τρία λεπτά… δύο λεπτά».Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος. Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Ύστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Όταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. Όταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Όλα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ” ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας.

Η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη

«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»

Αυτή είναι η τραγική ιστορία των φαντάρων χωρίς όπλα, ενός θεσμού που εξυπηρετούσε όχι απλά στρατολογίες εμφυλιοπολεμικές, αλλά την ολοκληρωτική εξαφάνιση του προοδευτικού κινήματος, με βασανιστήρια που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη αντοχή. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε Η σφαγή της Μακρονήσου σηματοδότησε τους δύο κόσμους που συγκρούονταν τότε στην Ελλάδα.O αστικός πολιτικός κόσμος και η πνευματική αστική διανόηση της εποχής χαρακτήριζαν τη Μακρόνησο «Εθνική κολυμβήθρα» και «σύγχρονο Παρθενώνα». Η Μακρόνησος όντως υπήρξε Παρθενώνας, ένας Παρθενώνας από την ανάποδη. Γιατί, αν ο Παρθενώνας είναι το κόσμημα του ανθρώπινου πολιτισμού, η Μακρόνησος είναι η ντροπή και η καταισχύνη του.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Άνθρωπε. Γράψε τη λέξη τούτη στον αγέρα
Κι ως θα μετράς κι ως θα κοιτάς τις συλλαβές τα γράμματα
Βάλ’ την ψυχή σου στο βλέμμα.
Πρόφερε γρήγορα ψιθυριστά καθώς τα χείλια
Των εικοσάχρονων παιδιών που δε γευτήκανε φιλί.
Κοίτα καθώς τα μάτια τους φρικιαστικά κοιτούσαν
Τα μάτια τους, τα μάτια τους, που μοναχά γελούσαν
Κι έγνεφαν λες στο μάγο γυρισμό…
Ω, τα τραγούδια, τα τραγούδια τους!
Ο άνεμος δεν τα χορεύει πια
Κι η θάλασσα πια δεν τα ταξιδεύει.
Τους πήραν τα τραγούδια τους,
τους πήραν τα χαμόγελα.
Σφίξε τη λέξη τούτη σφίξε την
Καθώς τη σφίγγει στ’ άδεια στήθια της τρελής μητέρας
Που γυρεύει το τρελό της παιδί.
Γίνε μονάχα ένα στόμα,
γίνε ένα σάλεμα για κραυγή
Γίνε η άναρθρη κραυγή των τρελών
Που σαρκάζει Φοβερή, θριαμβευτική, νικητήρια!
Φώναξε δυνατά! «Μακρόνησος!»
Χίλιες φορές κι αν το φωνάξεις
δε θ’ ακούσεις το σκοπό
Που στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου.
Μα, πάνω από το σπαραγμό
Της μάνας, πάνω απ’ την αγκούσα των παιδιών
Κι απ’ των τρελών την άναρθρη κραυγή
Πάνω απ’ το μίσος και το θάνατο
Πολύ πάνω
Παρηγορήσου άνθρωπε, στέκεται ακόμα
Ένας τοίχος ψηλά κι είναι ακέριος
Πέτρα με πέτρα ακριβό κέρδος του πόνου
Ένας τοίχος ψηλά, και φυλάει την ψυχή σου!
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ


Θεώρησα υποχρέωση μου αυτή την δημοσίευση, απέναντι σ” εκείνους που μαρτύρησαν και στους εκατοντάδες νεκρούς που έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας ενός απάνθρωπου καθεστώτος χωρίς ποτέ να μάθει κανείς πόσοι ήταν και ποια τα ονόματα τους.
Λουλούδης Ηλίας Μαθηματικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου