ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ
Ο σπουδαίος αρχαιολόγος μας Μανόλης Ανδρόνικος
Ο άνθρωπος που ανέσυρε από τη λήθη το μακεδονικό μεγαλείο!
«Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός!», αναφώνησε ο διαπρεπής αρχαιολόγος μην κρύβοντας την έκπληξή του όταν η σκαπάνη του σκόνταψε πάνω στον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο που πρωτοαντίκριζε ποτέ.
«Στηριγμένος λοιπόν σε ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι ο μεγάλος μακεδονικός τάφος μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο Β’», δήλωσε λίγες μέρες αργότερα, στέλνοντας την Ελλάδα για πολλούς μήνες στα πρωτοσέλιδα του παγκόσμιου Τύπου.
Ήταν στις 8 Νοεμβρίου 1977 όταν ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος και η ομάδα του βρέθηκαν μπροστά στο αρχαιολογικό εύρημα που θα προκαλούσε οικουμενική συγκίνηση αλλά και μια πρωτόγνωρη κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας. Τα νέα των επόμενων εβδομάδων θα έκαναν πολλές φορές τον γύρο της υφηλίου, μιας και μέσα στον ασύλητο μακεδονικό τάφο που αποκάλυψε η αρχαιολογική εμμονή του Ανδρόνικου των 26 ολόκληρων ετών θα βρισκόταν μια ολόχρυση λάρνακα, η οποία είχε αποθηκεύσει για τόσους και τόσους αιώνες τα οστά του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Στις 24 Νοεμβρίου, ο Ανδρόνικος προβαίνει με την απροσχημάτιστη απλότητά του στην ανακοίνωση της ανακάλυψης στην αίθουσα τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό. Πριν από την ανακοίνωση, ο διαπρεπής αρχαιολόγος έχει κάνει δύο τηλεφωνήματα: στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η ανασκαφή της Βεργίνας έμελλε να σφραγίσει την επιστημονική διαδρομή του Ανδρόνικου, αν και ο ίδιος ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο από την κολοσσιαίας αρχαιολογικής σημασίας ανακάλυψή του. Ο επίμονος αρχαιολόγος ήταν ταυτοχρόνως ένας πολύ μεγάλος πανεπιστημιακός δάσκαλος, ένας συνειδητοποιημένος πολίτης και ένας άνθρωπος που σημάδεψε γενικά όλους όσοι είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του ή να ακούσουν τις διαλέξεις του.
Η δήλωση του Μανόλη Ανδρόνικου το πρωινό της 24ης Νοεμβρίου 1977 σφράγισε τη μοίρα της μακεδονικής ιστορίας και άλλαξε τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας. Μετά τη μέρα αυτή, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο στα αρχαιολογικά πράγματα της χώρας μας…
Πρώτα χρόνια
Ο Μανόλης Ανδρόνικος (που επιθυμούσε να αναγράφεται το όνομά του με «όμικρον») γεννιέται στις 23 Οκτωβρίου 1919 στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κατέφτασε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γράφτηκε το 1936 στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Ήδη από παιδί αγάπησε τις τέχνες και τα γράμματα, καθώς η ποίηση ήταν γι’ αυτόν το διαχρονικό καταφύγιο από τις δυσκολίες της προσφυγιάς, και ίδρυσε κάποια στιγμή τον καλλιτεχνικό και φιλολογικό όμιλο «Η Τέχνη». Και τότε τον κερδίζει η αρχαιολογία, μέσω μιας σειράς σημαδιών της μοίρας. Ας τον ακούσουμε: «Τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο άκουσα όλους τους καθηγητές που είχα τότε, τον Κακριδή, τον Θεοδωρακόπουλο, τον Αποστολάκη, τον Θεοδωρίδη. Αλλά ανάμεσα σ’ όλους ήταν ένας παράξενος θα ’λεγα δάσκαλος, ο Ρωμαίος. Ήταν κακός ομιλητής, δεν ήταν όμορφος, δεν είχε τίποτα εξωτερικά γοητευτικό. Αλλά μέσα από τη δυσκολία του λόγου του και τη μονότονη θα έλεγα διδασκαλία του, σου κάρφωνε ορισμένα πράγματα. Μας δίδασκε για τους Κούρους, κάτι που δεν το ήξερα καθόλου. Παράλληλα, ήρθε μια άλλη περίεργη σύμπτωση: Ένας συμφοιτητής και φίλος μου, ο Θηστέρης ο Γιώργος, ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα που ήταν χορεύτρια κλασικού χορού. Καθώς μια μέρα μελετούσαμε με τον Γιώργο στα εκμαγεία και ήρθε να τον πάρει, μας είπε τι πόνο έχει το χέρι του γλύπτη και μας εξήγησε με το ίδιο της το κορμί τι σημαίνει χαρά, πόνος, λύπη, ενθουσιασμός. Μας τα έδειξε και στα αρχαία αγάλματα. Αυτή η περίεργη συγκυρία μ’ έκανε να βλέπω με άλλο μάτι και τα αρχαία αγάλματα και να ακούω και με άλλο αυτί τη διδασκαλία του Ρωμαίου».
Και τότε τον καλεί η Βεργίνα, χωρίς ακόμα να το γνωρίζει ο ίδιος: «Ακόμη μια συγκυρία, ήταν ότι ο Ρωμαίος από την πρώτη κιόλας χρονιά με πήρε μαζί του στην ανασκαφή της Βεργίνας. Αυτό μπορώ να πω ότι σφράγισε τη ζωή μου. Τελείωσα το πανεπιστήμιο το 1941. Από το 1938, τότε με το δάσκαλο μου, τον Ρωμαίο, πηγαίναμε στη Βεργίνα στην ανασκαφή του ανακτόρου δύο φορές το χρόνο. Αυτές ήταν οι πρώτες αρχαιολογικές μου εμπειρίες, μαζί με τις εμπειρίες που είχα και από τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο, αλλά και από όσα μας έλεγε στα ξενύχτια που κάναμε στο μικρό προσφυγικό σπίτι της Βεργίνας, όπου έμενε».
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του το 1941, διορίζεται φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου, αν και σύντομα θα τον καλούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ανδρόνικος κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στις ελληνικές δυνάμεις και πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις, υπηρετώντας το στράτευμα ως λοχίας. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη το 1945, πιάνει δουλειά στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια «Σχοινά»: «Ήταν μια ωραία εμπειρία για μένα. Είχα καλά παιδιά, μαθήτριες -ήταν γυμνάσιο θηλέων- και θυμούμαι με συγκίνηση που μπόρεσα και δίδαξα όπως ήθελα και τα αρχαία ελληνικά και τα νια ελληνικά. Και έτσι αισθάνομαι μια ικανοποίηση, όταν θυμάμαι ότι το 1946 πρωτοδίδαξα τον Ελύτη. Το “Άσθμα πένθιμον και ηρωικό”, που μόλις γύρισα από τη Μέση Ανατολή το είχα βρει στο Τετράδιον Δεύτερον. Δίδαξα και Σεφέρη και “Ερωτόκριτο’’ και άλλη ποίηση, την οποία πάντα αγαπούσα».
Αφού περάσει μερικά χρόνια ως εκπαιδευτικός, ο Ανδρόνικος διορίζεται το 1949 επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας και το 1952 αναλαμβάνει πανεπιστημιακή θέση στο Αριστοτέλειο (καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας). Η δίψα του για γνώση θα τον φέρει τη διετία 1954-1955 με υποτροφία στην Οξφόρδη, όπου θα βρεθεί δίπλα στον μεγάλο αρχαιολόγο sir John Beazley, που «ήταν ο μεγαλύτερος αρχαιολόγος ασφαλώς του 20ού αιώνα, αλλά ίσως και όλων των εποχών».
Ο φωτισμένος δάσκαλος, ο «πατέρας» της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας, ενσταλάζει στον Ανδρόνικο ακόμα μεγαλύτερο πάθος για την κλασική αρχαιολογία και εκείνος τον ανταμείβει με τη διατριβή του «Λακωνικά ανάγλυφα», με την οποία και θα εκλεγεί υφηγητής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ το 1957. Από το 1964, ο Ανδρόνικος ήταν τακτικός πια καθηγητής της έδρας.
Τα χρόνια που εργαζόταν ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στη Θράκη του χάρισαν ωστόσο και τη γυναίκα της ζωής του. Το 1949 παντρεύεται την Ολυμπία Κακουλίδου, την ακούραστη συμπαραστάτριά του στην ανασκαφική οδύσσεια της Βεργίνας, που όπου να ’ναι θα ξεκινήσει: «Στη σχολή Σχοινά είχα μιαν άλλη τύχη. Γνώρισα τη γυναίκα μου, την Όλια, η οποία μου παραστάθηκε πάρα πολύ σε όλη την ανασκαφική προσπάθεια, γιατί μοιράστηκε μαζί μου τις ταλαιπωρίες. Τουλάχιστον τις ταλαιπωρίες των πρώτων χρόνων που ήταν πολύ μεγάλες. Υπάρχει και μια ακόμα σύμπτωση, ότι διορίστηκα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αμέσως μετά το γάμο μου»…
Η αρχαιολογική ανασκαφή της Βεργίνας
Παλιός γνώριμος της Βεργίνας ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, ο Ανδρόνικος πρωτοστάτησε αρχαιολογικά σε διάφορες ανασκαφές της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Νάουσα, Κιλκίς, Χαλκιδική κ.α.), αν και σύντομα θα έστρεφε το επιστημονικό του ενδιαφέρον στη Βεργίνα. Ο αγώνας του τιτάνιος και γεμάτος εμπόδια. Στο ξεκίνημα θα ανασκάψει 32 τύμβους της πρώιμης εποχής του σιδήρου, ενώ θα ολοκληρώσει και την ανασκαφή του ανακτόρου της Βεργίνας. Το 1952 αρχίζει τις ανασκαφές της Μεγάλης Τούμπας. Αρχικά απογοητεύεται, αφού ανακαλύπτει τρεις τάφους που έχουν όμως συληθεί. «Η πρώτη άμεση αντίδραση που δοκίμασα ήταν μια έντονη απογοήτευση. Η πόρτα παρουσιάζει μια τραχιά, χοντροδουλεμένη επιφάνεια. Οι τοίχοι δεν είχαν καμιά διακόσμηση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Λίγο πιο βαθιά όμως θα ανακαλύψει την αριστουργηματική τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης! Με το πάθος του οραματιστή που κυνηγάει απέλπιδα τη δική του Ιθάκη, ψάχνει αδιάκοπα στο χώμα, παλεύοντας τόσο με τη γη όσο και με τον εαυτό του. Τα κονδύλια αλλά και ο χρόνος φτάνουν στο τέλος τους, όχι όμως και το πείσμα του. Στις τρεις απόπειρες που προηγήθηκαν του 1977 (το 1951, το 1962 και το 1963), ο Ανδρόνικος κατέληξε πως ο τεράστιος τύμβος στην ανατολική άκρη της Βεργίνας ήταν τεχνητός και κάλυπτε έναν -τουλάχιστον- τάφο.
Έπειτα από αναγκαστική διακοπή 13 χρόνων, επέστρεψε λοιπόν σε αυτόν απερίσπαστος, έχοντας ολοκληρώσει την πανεπιστημιακή ανασκαφή στο ανάκτορο της Βεργίνας, ελεύθερος τώρα να αφοσιωθεί στο φιλόδοξο νεανικό του όνειρο και να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό της Μεγάλης Τούμπας! Στις 8 Νοεμβρίου 1977, που έμελλε να γίνει η σημαντικότερη μέρα της ζωής του, ανακαλύπτει χωρίς καμία αμφιβολία και με τεκμηριωμένες πια αποδείξεις τον τάφο του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β’! Τα ευρήματα πολλά: χρυσή λάρνακα με ανάγλυφο το δεκαεξάκτινο αστέρι και οστά, λαμπρές τοιχογραφίες, σιδερένιοι θώρακες, ψηφιδωτά, ανάγλυφα μέλη, κλίνες από ελεφαντοστό και άλλα πολλά.
Λίγο καιρό πριν από τη σπουδαία ανακάλυψη, γράφει στο σημειωματάριό του: «Οι προσδοκίες για την ανασκαφή της Μ. Τούμπας είναι εξαιρετικές. Ακόμα και η απίστευτη ελπίδα πως κάτω από την τεράστια επίχωσή της καλύπτει τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Τίποτα δεν αποκλείεται!». Την πρώτη μέρα της ανακάλυψης, σημειώνει: «Εκείνο το βράδυ στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Ήταν η πιο απίστευτη ώρα της ζωής μου. Έπιασα με τα χέρια μου το λείψανο του Φιλίππου».
Η ανασκαφή του 1976 ταύτισε στη θεωρητική συλλογιστική του Ανδρόνικου τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα και βασιλική νεκρόπολη των Τημενιδών, υποθέτοντας πια με σχετική ασφάλεια ότι ενδέχεται να υπάρχουν βασιλικοί τάφοι κάτω από την επίχωση του τύμβου. Τον Νοέμβριο του 1977, έπειτα από μια μακρά και εντατική ανασκαφική περίοδο που έγινε δυνατή χάρη στα κονδύλια από τον προϋπολογισμό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ο Μανόλης Ανδρόνικος παρουσίασε στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής το μεγάλο του εύρημα: τρεις τάφους, ανάμεσά τους δύο ασύλητους μακεδονικούς, που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής αρχαιολογίας και έστρεψαν το ενδιαφέρον και τη στήριξη της πολιτείας στα αποτελέσματά της.
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Νοεμβρίου 1977 όταν ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος πραγματοποίησε τη σημαντικότερη ίσως αρχαιολογική ανακάλυψη του 20ού αιώνα επί ευρωπαϊκού εδάφους: τον τάφο του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Β’. Τα εντυπωσιακά ευρήματα, όπως η χρυσή λάρνακα διακοσμημένη με τον δεκαεξάκτινο ήλιο, το χρυσό στεφάνι που αναπαριστά φύλλα και καρπούς δρυός, η πανοπλία του ηγεμόνα και το χρυσό δόρυ, κάνουν για πρώτη φορά παγκόσμια γνωστό τον λαμπρό μακεδονικό πολιτισμό.
Ο ίδιος ο Ανδρόνικος εξιστορεί στο «Χρονικό της Βεργίνας» την περιπέτεια της κοσμοϊστορικής ανακάλυψης: «Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…) Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε»....
Η πολιτεία τον εμπιστεύεται και πλέον είναι στο πλευρό του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις ενημερώνεται για το κατόρθωμα του Ανδρόνικου, του ξεκαθαρίζει: «Θα σας δώσω ό,τι θέλετε. Πείτε τι θέλετε και θα το έχετε. Δώσατε φωνή και υπόσταση στην ιστορία της Ελλάδος».
Ο απολογισμός της αποκάλυψης του Ανδρόνικου ήταν χονδρικά ένα Ηρώο, ένας κιβωτιόσχημος τάφος με καταπληκτική ζωγραφική διακόσμηση, δύο ασύλητοι μακεδονικοί τάφοι και ένας κατεστραμμένος. Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας ολοκληρώθηκε το 1981 και ο Ανδρόνικος δημοσίευσε το 1984 το σύγγραμμά του «Οι βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες», όπου εξέθεσε τα δεδομένα, τους προβληματισμούς, τις σκέψεις και τις ερμηνείες του σχετικά με τα ευρήματα, εγκαινιάζοντας μια αρχαιολογική συζήτηση που δεν έχει κοπάσει μέχρι και σήμερα.
Την επόμενη χρονιά, το 1978, ο Ανδρόνικος ανακάλυψε και τον λεγόμενο «Τάφο του Πρίγκιπα». Ήταν το τρίτο μυστικό που έκρυβε η Μεγάλη Τούμπα: ένας ακόμα ασύλητος μακεδονικός τάφος. Το 1982, η ανασκαφική πανεπιστημιακή ομάδα αφήνει πίσω της τη Μεγάλη Τούμπα, αφού βέβαια πρώτα ο Ανδρόνικος φρόντισε για τη συντήρηση των μνημείων. Η ιδιαίτερη ευαισθησία και το αίσθημα ευθύνης του για το ταφικό μνημείο της Βεργίνας συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια, έως ότου να κατασκευαστεί το μεγάλο στέγαστρο των βασιλικών τάφων από το υπουργείο Πολιτισμού (1992). Τότε ήταν που άνοιξε έναν νέο κύκλο ανασκαφικών εργασιών στη Βεργίνα, γύρω από το νεκροταφείο, και εντόπισε -σε άμεση σχέση με το ανάκτορο- το αρχαίο θέατρο της πόλης και αμέσως βορειότερα το Ιερό της Εύκλειας (αγορά).
Το 1987 ανακαλύπτεται πλάι στον τάφο του «Ρωμαίου», ο τάφος της «Ευρυδίκης», ένας πιο πρώιμος μακεδονικός τάφος που ενίσχυσε τον συλλογισμό που είχε αναπτύξει ο Ανδρόνικος σχετικά με την τυπολογική και μορφολογική εξέλιξη των μακεδονικών ταφικών μνημείων, ενώ την επόμενη χρονιά ακολουθούν και άλλοι τάφοι στην ίδια περιοχή. Το 1990 ξεκίνησε την ανασκαφή του «Μητρώου» (Ιερό της Μητέρας των θεών)…
Κατοπινά χρόνια
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος και φωτισμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, μετρώντας συνεχή παρουσία στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Τιμήθηκε εκτεταμένα για το έργο του και έλαβε αναρίθμητους επαίνους και διακρίσεις, διατελώντας πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του εθνικού συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της UNESCO, μέλος και πρόεδρος του αρχαιολογικού συμβουλίου και ισόβιος εταίρος της αρχαιολογικής εταιρείας.
Το 1980 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τον Μάρτιο του 1992, λίγες μέρες πριν φύγει από τον κόσμο, η ελληνική πολιτεία τίμησε τον κορυφαίο αρχαιολόγο με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικα. Ο Ανδρόνικος διαχειρίστηκε υποδειγματικά ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο εύρημα, φρόντισε για την προστασία και την ανάδειξή του και μάγεψε το ευρύ κοινό με τις ανακαλύψεις του, διατηρώντας πάντα στο ακέραιο το ακαδημαϊκό ήθος και την επιστημονική σεμνότητα που προσιδιάζουν στους μεγάλους άντρες.
Έφυγε από τη ζωή στις 30 Μαρτίου 1992 αναγνωρισμένος από την πολιτεία, το κοινό, ακόμα και τους επιστημονικούς αντιπάλους του. Στο «Χρονικό της Βεργίνας», ένα μόνο σύγγραμμα από την πλούσια εργογραφία του, παρατηρούσε για την ανακάλυψη που συγκλόνισε την οικουμένη: «Δεν φαντάζομαι να έχει γίνει δεκτή ποτέ άλλοτε μια αρχαιολογική ανακοίνωση με τόσο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ήταν φανερό πως τα ευρήματα λειτουργούσαν κιόλας πολύ πέρα από την αυστηρά επιστημονική περιοχή. Για μιαν ακόμη φορά, ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου είχε αγγίξει τις καρδιές των Μακεδόνων. Και όχι μόνο αυτών»
Ο σπουδαίος αρχαιολόγος μας Μανόλης Ανδρόνικος
Ο άνθρωπος που ανέσυρε από τη λήθη το μακεδονικό μεγαλείο!
«Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός!», αναφώνησε ο διαπρεπής αρχαιολόγος μην κρύβοντας την έκπληξή του όταν η σκαπάνη του σκόνταψε πάνω στον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο που πρωτοαντίκριζε ποτέ.
«Στηριγμένος λοιπόν σε ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι ο μεγάλος μακεδονικός τάφος μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο Β’», δήλωσε λίγες μέρες αργότερα, στέλνοντας την Ελλάδα για πολλούς μήνες στα πρωτοσέλιδα του παγκόσμιου Τύπου.
Ήταν στις 8 Νοεμβρίου 1977 όταν ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος και η ομάδα του βρέθηκαν μπροστά στο αρχαιολογικό εύρημα που θα προκαλούσε οικουμενική συγκίνηση αλλά και μια πρωτόγνωρη κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας. Τα νέα των επόμενων εβδομάδων θα έκαναν πολλές φορές τον γύρο της υφηλίου, μιας και μέσα στον ασύλητο μακεδονικό τάφο που αποκάλυψε η αρχαιολογική εμμονή του Ανδρόνικου των 26 ολόκληρων ετών θα βρισκόταν μια ολόχρυση λάρνακα, η οποία είχε αποθηκεύσει για τόσους και τόσους αιώνες τα οστά του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Στις 24 Νοεμβρίου, ο Ανδρόνικος προβαίνει με την απροσχημάτιστη απλότητά του στην ανακοίνωση της ανακάλυψης στην αίθουσα τελετών της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αφήνοντας άπαντες με το στόμα ανοιχτό. Πριν από την ανακοίνωση, ο διαπρεπής αρχαιολόγος έχει κάνει δύο τηλεφωνήματα: στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η ανασκαφή της Βεργίνας έμελλε να σφραγίσει την επιστημονική διαδρομή του Ανδρόνικου, αν και ο ίδιος ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο από την κολοσσιαίας αρχαιολογικής σημασίας ανακάλυψή του. Ο επίμονος αρχαιολόγος ήταν ταυτοχρόνως ένας πολύ μεγάλος πανεπιστημιακός δάσκαλος, ένας συνειδητοποιημένος πολίτης και ένας άνθρωπος που σημάδεψε γενικά όλους όσοι είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του ή να ακούσουν τις διαλέξεις του.
Η δήλωση του Μανόλη Ανδρόνικου το πρωινό της 24ης Νοεμβρίου 1977 σφράγισε τη μοίρα της μακεδονικής ιστορίας και άλλαξε τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας. Μετά τη μέρα αυτή, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο στα αρχαιολογικά πράγματα της χώρας μας…
Πρώτα χρόνια
Ο Μανόλης Ανδρόνικος (που επιθυμούσε να αναγράφεται το όνομά του με «όμικρον») γεννιέται στις 23 Οκτωβρίου 1919 στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, παρά μόνο ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κατέφτασε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γράφτηκε το 1936 στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Ήδη από παιδί αγάπησε τις τέχνες και τα γράμματα, καθώς η ποίηση ήταν γι’ αυτόν το διαχρονικό καταφύγιο από τις δυσκολίες της προσφυγιάς, και ίδρυσε κάποια στιγμή τον καλλιτεχνικό και φιλολογικό όμιλο «Η Τέχνη». Και τότε τον κερδίζει η αρχαιολογία, μέσω μιας σειράς σημαδιών της μοίρας. Ας τον ακούσουμε: «Τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο άκουσα όλους τους καθηγητές που είχα τότε, τον Κακριδή, τον Θεοδωρακόπουλο, τον Αποστολάκη, τον Θεοδωρίδη. Αλλά ανάμεσα σ’ όλους ήταν ένας παράξενος θα ’λεγα δάσκαλος, ο Ρωμαίος. Ήταν κακός ομιλητής, δεν ήταν όμορφος, δεν είχε τίποτα εξωτερικά γοητευτικό. Αλλά μέσα από τη δυσκολία του λόγου του και τη μονότονη θα έλεγα διδασκαλία του, σου κάρφωνε ορισμένα πράγματα. Μας δίδασκε για τους Κούρους, κάτι που δεν το ήξερα καθόλου. Παράλληλα, ήρθε μια άλλη περίεργη σύμπτωση: Ένας συμφοιτητής και φίλος μου, ο Θηστέρης ο Γιώργος, ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα που ήταν χορεύτρια κλασικού χορού. Καθώς μια μέρα μελετούσαμε με τον Γιώργο στα εκμαγεία και ήρθε να τον πάρει, μας είπε τι πόνο έχει το χέρι του γλύπτη και μας εξήγησε με το ίδιο της το κορμί τι σημαίνει χαρά, πόνος, λύπη, ενθουσιασμός. Μας τα έδειξε και στα αρχαία αγάλματα. Αυτή η περίεργη συγκυρία μ’ έκανε να βλέπω με άλλο μάτι και τα αρχαία αγάλματα και να ακούω και με άλλο αυτί τη διδασκαλία του Ρωμαίου».
Και τότε τον καλεί η Βεργίνα, χωρίς ακόμα να το γνωρίζει ο ίδιος: «Ακόμη μια συγκυρία, ήταν ότι ο Ρωμαίος από την πρώτη κιόλας χρονιά με πήρε μαζί του στην ανασκαφή της Βεργίνας. Αυτό μπορώ να πω ότι σφράγισε τη ζωή μου. Τελείωσα το πανεπιστήμιο το 1941. Από το 1938, τότε με το δάσκαλο μου, τον Ρωμαίο, πηγαίναμε στη Βεργίνα στην ανασκαφή του ανακτόρου δύο φορές το χρόνο. Αυτές ήταν οι πρώτες αρχαιολογικές μου εμπειρίες, μαζί με τις εμπειρίες που είχα και από τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο, αλλά και από όσα μας έλεγε στα ξενύχτια που κάναμε στο μικρό προσφυγικό σπίτι της Βεργίνας, όπου έμενε».
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του το 1941, διορίζεται φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου, αν και σύντομα θα τον καλούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ανδρόνικος κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στις ελληνικές δυνάμεις και πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις, υπηρετώντας το στράτευμα ως λοχίας. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη το 1945, πιάνει δουλειά στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια «Σχοινά»: «Ήταν μια ωραία εμπειρία για μένα. Είχα καλά παιδιά, μαθήτριες -ήταν γυμνάσιο θηλέων- και θυμούμαι με συγκίνηση που μπόρεσα και δίδαξα όπως ήθελα και τα αρχαία ελληνικά και τα νια ελληνικά. Και έτσι αισθάνομαι μια ικανοποίηση, όταν θυμάμαι ότι το 1946 πρωτοδίδαξα τον Ελύτη. Το “Άσθμα πένθιμον και ηρωικό”, που μόλις γύρισα από τη Μέση Ανατολή το είχα βρει στο Τετράδιον Δεύτερον. Δίδαξα και Σεφέρη και “Ερωτόκριτο’’ και άλλη ποίηση, την οποία πάντα αγαπούσα».
Αφού περάσει μερικά χρόνια ως εκπαιδευτικός, ο Ανδρόνικος διορίζεται το 1949 επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας και το 1952 αναλαμβάνει πανεπιστημιακή θέση στο Αριστοτέλειο (καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας). Η δίψα του για γνώση θα τον φέρει τη διετία 1954-1955 με υποτροφία στην Οξφόρδη, όπου θα βρεθεί δίπλα στον μεγάλο αρχαιολόγο sir John Beazley, που «ήταν ο μεγαλύτερος αρχαιολόγος ασφαλώς του 20ού αιώνα, αλλά ίσως και όλων των εποχών».
Ο φωτισμένος δάσκαλος, ο «πατέρας» της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας, ενσταλάζει στον Ανδρόνικο ακόμα μεγαλύτερο πάθος για την κλασική αρχαιολογία και εκείνος τον ανταμείβει με τη διατριβή του «Λακωνικά ανάγλυφα», με την οποία και θα εκλεγεί υφηγητής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ το 1957. Από το 1964, ο Ανδρόνικος ήταν τακτικός πια καθηγητής της έδρας.
Τα χρόνια που εργαζόταν ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης στη Θράκη του χάρισαν ωστόσο και τη γυναίκα της ζωής του. Το 1949 παντρεύεται την Ολυμπία Κακουλίδου, την ακούραστη συμπαραστάτριά του στην ανασκαφική οδύσσεια της Βεργίνας, που όπου να ’ναι θα ξεκινήσει: «Στη σχολή Σχοινά είχα μιαν άλλη τύχη. Γνώρισα τη γυναίκα μου, την Όλια, η οποία μου παραστάθηκε πάρα πολύ σε όλη την ανασκαφική προσπάθεια, γιατί μοιράστηκε μαζί μου τις ταλαιπωρίες. Τουλάχιστον τις ταλαιπωρίες των πρώτων χρόνων που ήταν πολύ μεγάλες. Υπάρχει και μια ακόμα σύμπτωση, ότι διορίστηκα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία αμέσως μετά το γάμο μου»…
Η αρχαιολογική ανασκαφή της Βεργίνας
Παλιός γνώριμος της Βεργίνας ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, ο Ανδρόνικος πρωτοστάτησε αρχαιολογικά σε διάφορες ανασκαφές της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Νάουσα, Κιλκίς, Χαλκιδική κ.α.), αν και σύντομα θα έστρεφε το επιστημονικό του ενδιαφέρον στη Βεργίνα. Ο αγώνας του τιτάνιος και γεμάτος εμπόδια. Στο ξεκίνημα θα ανασκάψει 32 τύμβους της πρώιμης εποχής του σιδήρου, ενώ θα ολοκληρώσει και την ανασκαφή του ανακτόρου της Βεργίνας. Το 1952 αρχίζει τις ανασκαφές της Μεγάλης Τούμπας. Αρχικά απογοητεύεται, αφού ανακαλύπτει τρεις τάφους που έχουν όμως συληθεί. «Η πρώτη άμεση αντίδραση που δοκίμασα ήταν μια έντονη απογοήτευση. Η πόρτα παρουσιάζει μια τραχιά, χοντροδουλεμένη επιφάνεια. Οι τοίχοι δεν είχαν καμιά διακόσμηση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Λίγο πιο βαθιά όμως θα ανακαλύψει την αριστουργηματική τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης! Με το πάθος του οραματιστή που κυνηγάει απέλπιδα τη δική του Ιθάκη, ψάχνει αδιάκοπα στο χώμα, παλεύοντας τόσο με τη γη όσο και με τον εαυτό του. Τα κονδύλια αλλά και ο χρόνος φτάνουν στο τέλος τους, όχι όμως και το πείσμα του. Στις τρεις απόπειρες που προηγήθηκαν του 1977 (το 1951, το 1962 και το 1963), ο Ανδρόνικος κατέληξε πως ο τεράστιος τύμβος στην ανατολική άκρη της Βεργίνας ήταν τεχνητός και κάλυπτε έναν -τουλάχιστον- τάφο.
Έπειτα από αναγκαστική διακοπή 13 χρόνων, επέστρεψε λοιπόν σε αυτόν απερίσπαστος, έχοντας ολοκληρώσει την πανεπιστημιακή ανασκαφή στο ανάκτορο της Βεργίνας, ελεύθερος τώρα να αφοσιωθεί στο φιλόδοξο νεανικό του όνειρο και να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό της Μεγάλης Τούμπας! Στις 8 Νοεμβρίου 1977, που έμελλε να γίνει η σημαντικότερη μέρα της ζωής του, ανακαλύπτει χωρίς καμία αμφιβολία και με τεκμηριωμένες πια αποδείξεις τον τάφο του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου Β’! Τα ευρήματα πολλά: χρυσή λάρνακα με ανάγλυφο το δεκαεξάκτινο αστέρι και οστά, λαμπρές τοιχογραφίες, σιδερένιοι θώρακες, ψηφιδωτά, ανάγλυφα μέλη, κλίνες από ελεφαντοστό και άλλα πολλά.
Λίγο καιρό πριν από τη σπουδαία ανακάλυψη, γράφει στο σημειωματάριό του: «Οι προσδοκίες για την ανασκαφή της Μ. Τούμπας είναι εξαιρετικές. Ακόμα και η απίστευτη ελπίδα πως κάτω από την τεράστια επίχωσή της καλύπτει τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Τίποτα δεν αποκλείεται!». Την πρώτη μέρα της ανακάλυψης, σημειώνει: «Εκείνο το βράδυ στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ. Ήταν η πιο απίστευτη ώρα της ζωής μου. Έπιασα με τα χέρια μου το λείψανο του Φιλίππου».
Η ανασκαφή του 1976 ταύτισε στη θεωρητική συλλογιστική του Ανδρόνικου τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα και βασιλική νεκρόπολη των Τημενιδών, υποθέτοντας πια με σχετική ασφάλεια ότι ενδέχεται να υπάρχουν βασιλικοί τάφοι κάτω από την επίχωση του τύμβου. Τον Νοέμβριο του 1977, έπειτα από μια μακρά και εντατική ανασκαφική περίοδο που έγινε δυνατή χάρη στα κονδύλια από τον προϋπολογισμό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ο Μανόλης Ανδρόνικος παρουσίασε στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής το μεγάλο του εύρημα: τρεις τάφους, ανάμεσά τους δύο ασύλητους μακεδονικούς, που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής αρχαιολογίας και έστρεψαν το ενδιαφέρον και τη στήριξη της πολιτείας στα αποτελέσματά της.
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Νοεμβρίου 1977 όταν ο καθηγητής αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος πραγματοποίησε τη σημαντικότερη ίσως αρχαιολογική ανακάλυψη του 20ού αιώνα επί ευρωπαϊκού εδάφους: τον τάφο του βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Β’. Τα εντυπωσιακά ευρήματα, όπως η χρυσή λάρνακα διακοσμημένη με τον δεκαεξάκτινο ήλιο, το χρυσό στεφάνι που αναπαριστά φύλλα και καρπούς δρυός, η πανοπλία του ηγεμόνα και το χρυσό δόρυ, κάνουν για πρώτη φορά παγκόσμια γνωστό τον λαμπρό μακεδονικό πολιτισμό.
Ο ίδιος ο Ανδρόνικος εξιστορεί στο «Χρονικό της Βεργίνας» την περιπέτεια της κοσμοϊστορικής ανακάλυψης: «Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…) Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε»....
Η πολιτεία τον εμπιστεύεται και πλέον είναι στο πλευρό του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μόλις ενημερώνεται για το κατόρθωμα του Ανδρόνικου, του ξεκαθαρίζει: «Θα σας δώσω ό,τι θέλετε. Πείτε τι θέλετε και θα το έχετε. Δώσατε φωνή και υπόσταση στην ιστορία της Ελλάδος».
Ο απολογισμός της αποκάλυψης του Ανδρόνικου ήταν χονδρικά ένα Ηρώο, ένας κιβωτιόσχημος τάφος με καταπληκτική ζωγραφική διακόσμηση, δύο ασύλητοι μακεδονικοί τάφοι και ένας κατεστραμμένος. Η ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας ολοκληρώθηκε το 1981 και ο Ανδρόνικος δημοσίευσε το 1984 το σύγγραμμά του «Οι βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες», όπου εξέθεσε τα δεδομένα, τους προβληματισμούς, τις σκέψεις και τις ερμηνείες του σχετικά με τα ευρήματα, εγκαινιάζοντας μια αρχαιολογική συζήτηση που δεν έχει κοπάσει μέχρι και σήμερα.
Την επόμενη χρονιά, το 1978, ο Ανδρόνικος ανακάλυψε και τον λεγόμενο «Τάφο του Πρίγκιπα». Ήταν το τρίτο μυστικό που έκρυβε η Μεγάλη Τούμπα: ένας ακόμα ασύλητος μακεδονικός τάφος. Το 1982, η ανασκαφική πανεπιστημιακή ομάδα αφήνει πίσω της τη Μεγάλη Τούμπα, αφού βέβαια πρώτα ο Ανδρόνικος φρόντισε για τη συντήρηση των μνημείων. Η ιδιαίτερη ευαισθησία και το αίσθημα ευθύνης του για το ταφικό μνημείο της Βεργίνας συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια, έως ότου να κατασκευαστεί το μεγάλο στέγαστρο των βασιλικών τάφων από το υπουργείο Πολιτισμού (1992). Τότε ήταν που άνοιξε έναν νέο κύκλο ανασκαφικών εργασιών στη Βεργίνα, γύρω από το νεκροταφείο, και εντόπισε -σε άμεση σχέση με το ανάκτορο- το αρχαίο θέατρο της πόλης και αμέσως βορειότερα το Ιερό της Εύκλειας (αγορά).
Το 1987 ανακαλύπτεται πλάι στον τάφο του «Ρωμαίου», ο τάφος της «Ευρυδίκης», ένας πιο πρώιμος μακεδονικός τάφος που ενίσχυσε τον συλλογισμό που είχε αναπτύξει ο Ανδρόνικος σχετικά με την τυπολογική και μορφολογική εξέλιξη των μακεδονικών ταφικών μνημείων, ενώ την επόμενη χρονιά ακολουθούν και άλλοι τάφοι στην ίδια περιοχή. Το 1990 ξεκίνησε την ανασκαφή του «Μητρώου» (Ιερό της Μητέρας των θεών)…
Κατοπινά χρόνια
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος και φωτισμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, μετρώντας συνεχή παρουσία στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Τιμήθηκε εκτεταμένα για το έργο του και έλαβε αναρίθμητους επαίνους και διακρίσεις, διατελώντας πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του εθνικού συμβουλίου και της εκτελεστικής επιτροπής της UNESCO, μέλος και πρόεδρος του αρχαιολογικού συμβουλίου και ισόβιος εταίρος της αρχαιολογικής εταιρείας.
Το 1980 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τον Μάρτιο του 1992, λίγες μέρες πριν φύγει από τον κόσμο, η ελληνική πολιτεία τίμησε τον κορυφαίο αρχαιολόγο με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικα. Ο Ανδρόνικος διαχειρίστηκε υποδειγματικά ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο εύρημα, φρόντισε για την προστασία και την ανάδειξή του και μάγεψε το ευρύ κοινό με τις ανακαλύψεις του, διατηρώντας πάντα στο ακέραιο το ακαδημαϊκό ήθος και την επιστημονική σεμνότητα που προσιδιάζουν στους μεγάλους άντρες.
Έφυγε από τη ζωή στις 30 Μαρτίου 1992 αναγνωρισμένος από την πολιτεία, το κοινό, ακόμα και τους επιστημονικούς αντιπάλους του. Στο «Χρονικό της Βεργίνας», ένα μόνο σύγγραμμα από την πλούσια εργογραφία του, παρατηρούσε για την ανακάλυψη που συγκλόνισε την οικουμένη: «Δεν φαντάζομαι να έχει γίνει δεκτή ποτέ άλλοτε μια αρχαιολογική ανακοίνωση με τόσο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ήταν φανερό πως τα ευρήματα λειτουργούσαν κιόλας πολύ πέρα από την αυστηρά επιστημονική περιοχή. Για μιαν ακόμη φορά, ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου είχε αγγίξει τις καρδιές των Μακεδόνων. Και όχι μόνο αυτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου